Μίκης Θεοδωράκης (1925-2021): μουσικός παγκόσμιας αξίας και μαχητικός δημοκράτης – Η δράση και το έργο του

Η παγκόσμια μουσική και οι μαζικοί αγώνες για τα δημοκρατικά δικαιώματα έχασαν σήμερα έναν από τους πιο εξέχοντες εκπροσώπους τους, τον αγαπημένο συνθέτη του ελληνικού λαού, Μίκη Θεοδωράκη. Ο Μίκης Θεοδωράκης συνέδεσε τη ζωή του με την αναγέννηση της μουσικής τέχνης στη μεταπολεμική Ελλάδα. Τα μουσικά του έργα συνδύασαν την υψηλότερη δυνατή καλλιτεχνική ποιότητα με την αξεπέραστη έκφραση των αισθημάτων, των πόθων και των μαζικών πολιτικών αγώνων του λαού για μια κοινωνία χωρίς καταπίεση και φτώχεια.


[Source]

Ο Μίκης συμμετείχε από τα πολύ νεανικά του χρόνια σαν ενεργός μαχητής για τη λευτεριά από τη ναζιστική Κατοχή στις γραμμές του ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, η μαζική αντιστασιακή οργάνωση που ίδρυσε το ΚΚΕ μέσα στη Γερμανική Κατοχή) και του ΕΛΑΣ (Εθνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός), έγινε μέλος του ΚΚΕ και στη μετεμφυλιακή περίοδο εξελίχθηκε σε ηγετική και σημαίνουσα μορφή της ελληνικής Αριστεράς. Έλαβε μέρος από την πρώτη γραμμή στους αγώνες ενάντια στα αυταρχικά καθεστώτα διακυβέρνησης που επέβαλε η ελληνική άρχουσα τάξη και οι προστάτες-σύμμαχοί της εκείνη την περίοδο στη χώρα. Ειδικά στα σκοτεινά χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών, ο Μίκης με τη μουσική του και την αντιστασιακή του στάση έγινε κορυφαίος εκπρόσωπος και σύμβολο της αντιδικτατορικής αντίστασης.

Τα αρκετά πολιτικά του λάθη, μέσα από τις γραμμές της Αριστεράς στο πλαίσιο των γενικών πολιτικών επιλογών του ελληνικού σταλινισμού, αλλά κυρίως με την αποδοχή από την πλευρά του για ένα σύντομο διάστημα της ιδιότητας του υποστηρικτή, βουλευτή και υπουργού της Ν.Δ και με την πρόσφατη εθνικιστική δημόσια τοποθέτησή του στο Μακεδονικό ζήτημα, δεν έφτασαν ποτέ στο σημείο να επισκιάσουν στη λαϊκή συνείδηση τη μεγαλοσύνη του ως μουσικού και δημοκράτη αγωνιστή. Έτσι, ο Μίκης των θαυμαστών μουσικών έργων και των μεγάλων δημοκρατικών μαχών θα μείνει αθάνατος, θα ζει παντοτινά στον μουσικό πολιτισμό, τους αγώνες και τη μνήμη του λαού.

Η παράλληλη μουσική και πολιτική του διαδρομή

Ο Μιχαήλ (Μίκης ) Θεοδωράκης γεννήθηκε το 29 Ιουλίου 1925 στη Χίο. Η καταγωγή του πατέρα του, Γιώργου Θεοδωράκη, ήταν από τον Χανιά και της μητέρας του, Ασπασίας Πουλάκη, από το Τσεσμέ της Μικράς Ασίας. Οι γονείς του γνωρίστηκαν στη Μικρά Ασία, λίγο πριν από την Μικρασιατική Καταστροφή. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη Μυτιλήνη, τα Γιάννενα, το Αργοστόλι, το Πύργο Ηλείας, την Πάτρα και την Τρίπολη Αρκαδίας, λόγω των συχνών μεταθέσεων του πατέρα του, ο οποίος ήταν δημόσιος υπάλληλος. Στην Τρίπολη, σε ηλικία μόλις 17 ετών, δίνει την πρώτη του συναυλία παρουσιάζοντας το έργο του με τίτλο «Κασσιανή».

Αργότερα, σπούδασε μουσική στην Αθήνα και το Παρίσι και εξελίχθηκε σε κορυφαίο μουσικοσυνθέτη στο χώρο της έντεχνης λαϊκής μουσικής. Μελοποίησε στίχους μερικών από τους μεγαλύτερους Έλληνες και ξένους ποιητές, όπως ο Πάμπλο Νερούδα, Φρεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Ανδρέας Κάλβος, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Το 1937, άρχισε να παίρνει μαθήματα βιολιού στο Ωδείο Πατρών και το 1943 σπούδασε αρμονία και θεωρία στο Ωδείο Αθηνών. Λόγω της πολιτικής του δράσης και των διώξεων που υπέστη καθυστέρησε να πάρει το δίπλωμά του από το Ωδείο (1950).

Το 1943, εντάχθηκε στο ΕΑΜ και τη νεολαία του, την ΕΠΟΝ (Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων) και λίγο αργότερα στο ΚΚΕ. Στη αντικατοχική μαζική διαδήλωση της 25ης Μαρτίου 1943 συλλαμβάνεται για πρώτη φορά από τους Ιταλούς και βασανίζεται. Εκτελεί καθήκοντα διαφωτιστή στον Πέμπτο Τομέα της ΕΠΟΝ και το 1944 έγινε γραμματέας εκπολιτισμού της οργάνωσης. Τον ίδιο χρόνο εντάχθηκε στο στρατό του ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ (Αθηνών) και μάχεται στη λαϊκή εξέγερση των «Δεκεμβριανών» σαν διμοιρίτης της «Μεταξωτής διμοιρίας του 1ου τάγματος της Νέας Σμύρνης». Συγχρόνως σπουδάζει στο Ωδείο Αθηνών.

Μετά τα «Δεκεμβριανά» καταδιώκεται και για ένα διάστημα ζει παράνομα στην Αθήνα. Το 1945 συνελήφθη για πρώτη φορά. Το 1946, ίδρυσε το «Σωματείο Νέων Ελλήνων Μουσικών». Το 1947 συνελήφθη και πάλι και εξορίστηκε στην Ικαρία. Το 1948 μεταφέρθηκε στη Μακρόνησο, από την οποία απολύθηκε τον Αύγουστο του 1949. Ύστερα υπηρετεί το υπόλοιπο της θητείας σε Αλεξανδρούπολη, Αθήνα και Χανιά. Το 1950 μέσα σε καθεστώς τρομοκρατίας αποπειράται να αυτοκτονήσει λόγω των συνεχών απειλών και προκλήσεων που αντιμετώπιζε, όμως τελικά γλίτωσε τον κίνδυνο. Το 1951 απολύεται οριστικά από τον στρατό.

Το 1954 μεταναστεύει στο Παρίσι. Από το 1954 έως το 1957, σπούδασε στο παρισινό Ωδείο με υποτροφία και συνέθεσε τρεις μουσικές μπαλέτου, την «Αντιγόνη», τους «Εραστές του Teruel» και το «Le feu aux poudres», που γνώρισαν επιτυχία στο Παρίσι και το Λονδίνο, ενώ την ίδια περίοδο συνέθεσε και το έργο «Οιδίπους Τύραννος». Το 1957 με την «Πρώτη Συμφωνία για πιάνο και ορχήστρα» πήρε το χρυσό μετάλλιο στο Φεστιβάλ της Μόσχας, παραλαμβάνοντάς το από τα χέρια του μεγάλου Σοστακόβιτς για το έργο του «Suite No 1» για πιάνο και ορχήστρα.

Το 1960 επιστρέφει στην Ελλάδα. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ηχογραφείται για πρώτη φορά το έργο του «Επιτάφιος», σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, στο οποίο παντρεύει τη λαϊκή μουσική με την ελληνική ποίηση. Την ίδια χρονιά γράφει το «Άξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη (η πρώτη εκτέλεσή του έγινε στα τέλη του 1964) και τη μουσική για τα «Επιφάνεια», σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη. Ταυτόχρονα, συνθέτει δεκάδες κύκλους τραγουδιών που βρίσκουν μεγάλη απήχηση στην Ελλάδα. Ιδρύει την «Μικρή Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών» και δίνει πολλές συναυλίες προσπαθώντας να εξοικειώσει τον λαό με τη συμφωνική μουσική.

Το 1962 ο Μίκης ταξίδεψε στην Κούβα όπου συμμετείχε στην παρθενική εκπομπή του ραδιοφωνικού σταθμού της Ελεύθερης Κούβας και συναντήθηκε με τον Φιντέλ Κάστρο και τον Τσε Γκεβάρα. Έχει άλλωστε μελοποιήσει ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη που αναφέρεται στον Τσε Γκεβάρα, με τίτλο «Ο Άγιος Τσε» από το έργο «Λειτουργία Νο.2: Για τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο».

Το 1963 ο Μίκης γίνεται ιδρυτικό της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, της οποίας διετέλεσε και πρόεδρος από το 1964 έως το 1967. Συνελήφθη πάλι το 1963, επειδή έλαβε μέρος στην «1η Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης». Το 1964, εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής της ΕΔΑ (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά) στη Β’ Περιφέρεια Πειραιά. Το 1965 εξελέγη μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΔΑ.

Το 1967 η δικτατορία των συνταγματαρχών απαγόρευσε την εκτέλεση, πώληση καθώς και την ακρόαση των τραγουδιών του Μίκη Θεοδωράκη. Την ίδια χρονιά ο Μίκης συμμετείχε στην ίδρυση της αριστερής αντιστασιακής οργάνωσης «Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο» (ΠΑΜ) και λόγω της δράσης του συνελήφθη και δικάστηκε από στρατοδικείο. Φυλακίστηκε στα μαρτυρικά κρατητήρια της οδού Μπουμπουλίνας, μετά στις φυλακές Αβέρωφ όπου έκανε μεγάλη απεργία πείνας. Στη συνέχεια εκτοπίστηκε με την οικογένειά του στη Ζάτουνα Αρκαδίας και τέλος μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο Ωρωπού.

Στον Ωρωπό η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε και στο εξωτερικό ξεσηκώθηκε θύελλα διαμαρτυριών. Όσο καιρό βρισκόταν στο στρατόπεδο Ωρωπού παρέμεινε ανεξάρτητος απέναντι στις διασπασμένες δυνάμεις του ΚΚΕ, κάτι που τον έφερε σε σύγκρουση με την οργάνωση του ΚΚΕ στο στρατόπεδο, η οποία τον απομόνωσε, παρά τα προβλήματα της υγείας του. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την απόρριψη μιας πρότασής του για μια ενέργεια αντίστασης με τη συμμετοχή χιλιάδων κρατουμένων που θα προσέλκυε το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινής γνώμης, τον οδήγησε να κάνει δημόσια δήλωση ενάντια στην πολιτική του ΚΚΕ.

Το 1970, κάτω από τις πιέσεις της διεθνούς κοινής γνώμης, καθώς και πολλών γνωστών διεθνών προσωπικοτήτων της Τέχνης όπως ο Άρθουρ Μίλερ και ο Ντιμίτρι Σοστακόβιτς, η δικτατορία τον άφησε να φύγει στο Παρίσι τον Απρίλιο. Εκεί επέλεξε τη συνεργασία με το ΚΚΕ Εσωτερικού. Έγινε μέλος του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος το ίδιο έτος, καθώς και πρόεδρος του ΠΑΜ.

To 1971, ο Μίκης Θεοδωράκης επισκέπτεται το Ισραήλ για να παρουσιάσει το έργο του «Η μπαλάντα του Μαουτχάουζεν». Αμέσως μετά, επισκέπτεται την έδρα των Παλαιστινίων, την πρωτεύουσα του Λιβάνου, Βηρυτό, για την παρουσίαση της μεταφρασμένης στα αραβικά αυτοβιογραφίας του με τίτλο «Το Χρέος», όντας ήδη γνωστός παγκοσμίως για το μουσικό του έργο, αλλά και για την αντιδικτατορική του δράση. Εκεί μίλησε υπερασπίζοντας την ειρήνη και τη συναδέλφωση των Αράβων με το φιλειρηνικό ισραηλινό κίνημα.

Το 1972 ίδρυσε την πολιτική κίνηση «Νέα Ελληνική Αριστερά» και ήταν συνιδρυτής του «Εθνικού Συμβουλίου Αντίστασης». Το 1972 επίσης, ο Μίκης Θεοδωράκης επισκέπτεται ξανά το Ισραήλ δίνοντας συναυλίες. Συναντάται με τον Αντιπρόεδρο του Ισραήλ που του ζητά να μεταφέρει μήνυμα στον Αραφάτ. Αμέσως μετά συναντάται με τον Αραφάτ, στον οποίο επιδίδει το μήνυμα της ισραηλινής Κυβέρνησης και προσπαθεί να τον πείσει να αρχίσει συζητήσεις με την άλλη πλευρά.

Από την απελευθέρωσή του και μέχρι την πτώση της δικτατορίας τον Αύγουστο του 1974, ο Θεοδωράκης έδινε συναυλίες σε όλο τον κόσμο προπαγανδίζοντας την αντίσταση του ελληνικού λαού και ζητώντας την πτώση της δικτατορίας. Ταυτόχρονα, στην Ελλάδα τα τραγούδια του ακούγονταν παράνομα και έγιναν σύμβολο αντίστασης.

Γενικότερα ο Μίκης Θεοδωράκης έχει συνθέσει πλήθος έργων λαϊκής, έντεχνης και συμφωνικής μουσικής, καθώς και μουσική για θέατρο και κινηματογράφο. Μεταξύ των κορυφαίων του έργων περιλαμβάνονται, εκτός όσων έχουν προαναφερθεί, και τα ακόλουθα: «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού», «Αρχιπέλαγος», «Πολιτεία Α», «Πολιτεία Β», «Μικρές Κυκλάδες», «Λιποτάκτες», «Ρωμιοσύνη», «Ενας Ομηρος», « Η γειτονιά των Αγγέλων», «Γράμματα από τη Γερμανία», «Τα λαϊκά», «Αρκαδία 1-11», «Κατάσταση Πολιορκίας», «Ο Ηλιος και ο Χρόνος», «Ζ», «Πνευματικό Εμβατήριο», «Μυθιστόρημα»,«Τα τραγούδια του Αγώνα», «Τα τραγούδια του Αντρέα», «Μπαλάντες», «Canto General», «18 Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας», «Της Εξορίας», «Τα Λυρικά», «Τα λυρικότερα», «Ιφιγένεια», «Φαίδρα», «Ηλέκτρα», «Λιτανεία», «Συμφωνία Νο 4» και «Συμφωνία Νο 7».

Το 1974 στις πρώτες εκλογές της Μεταπολίτευσης κατέβηκε υποψήφιος με το ψηφοδέλτιο της Ενωμένης Αριστεράς (εκλογική συμμαχία ΚΚΕ και ΚΚΕ Εσωτερικού) στη Β’ Πειραιά, όμως δεν κατάφερε να εκλεγεί. Έλαβε 6.345 σταυρούς προτίμησης και κατέλαβε την τρίτη θέση ανάμεσα σε 8 υποψηφίους και ο συνδυασμός κατέκτησε μόνο μία έδρα. Το 1975, επανεξελέγη μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΔΑ.

Το 1978 συμμετείχε στις δημοτικές εκλογές ως υποψήφιος δήμαρχος Αθηναίων υποστηριζόμενος από το ΚΚΕ. Ο συνδυασμός του έλαβε 59.428 ψήφους (ποσοστό 16,32%) καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση, με δεύτερο τον υποψήφιο της Ν.Δ και πρώτο τον υποψήφιο του ΠΑΣΟΚ (Δημήτρης Μπέης). Το 1979 έγινε ιδρυτικό μέλος της Κίνησης για την Ενότητα της Αριστεράς (ΚΕΑ). Το 1981, πάλι με το ψηφοδέλτιο του ΚΚΕ εξελέγη βουλευτής στην Βʹ Πειραιά, λαμβάνοντας 13.785 σταυρούς, πρώτος ανάμεσα σε 10 υποψήφιους, κερδίζοντας τη μοναδική έδρα για το κόμμα στη συγκεκριμένη περιφέρεια.

Το 1981 ο Μίκης ξαναταξίδεψε στην Κούβα, όπου έδωσε μια ιστορική συναυλία μπροστά στον καθεδρικό ναό της Αβάνας. Ο ηγέτης της Κουβανέζικης Επανάστασης Φιντέλ Κάστρο συνδεόμενος μαζί του με σχέση φιλίας, έδωσε το παρόν εκεί και συνεχάρη και ασπάστηκε τον Μίκη Θεοδωράκη.

Το 1981 ο ηγέτης της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ), Γιάσερ Αραφάτ επισκέπτεται την Ελλάδα. Κατά την παραμονή του συναντάται με τον τότε βουλευτή Μίκη Θεοδωράκη και του ζητά να συνθέσει έναν ύμνο για την ΟΑΠ, ο οποίος θα προταθεί να αποτελέσει τον επίσημο ύμνο του Παλαιστινιακού Κράτους, όταν επιτευχθεί η επίσημη ίδρυση του! Στις αρχές του 1982 ο Μίκης Θεοδωράκης αποδέχεται την πρόσκληση του Αραφάτ και επισκέπτεται την Βηρυτό, ως καλεσμένος του Υπουργού Πολιτισμού του Λιβάνου και της ΟΑΠ, για να παρουσιάσει τον ύμνο. Εκεί ο ύμνος επικυρώθηκε από την Βουλή των Παλαιστινίων, με τον Αραφάτ και τους βουλευτές των Παλαιστινίων να σηκώνονται όρθιοι και να ξεσπούν σε χειροκροτήματα ενθουσιασμού.

Στο τέλος του 1982 με την εισβολή του ισραηλινού κράτους στη Βηρυτό και τη σφαγή Λιβανέζων και Παλαιστινίων ο Μίκης Θεοδωράκης κλήθηκε από τον Αραφάτ μέσω του Γενικού Γραμματέα του ΚΚΕ Χαρίλαου Φλωράκη, να ταξιδέψει στη Βηρυτό με σκοπό να μεταδώσει από την καρδιά του μετώπου μηνύματα στήριξης στον αγώνα των Παλαιστινίων, εμψυχώνοντας τους Παλαιστινίους, Λιβανέζους και Σύριους. Τελικά μετέβη στη Δαμασκό και συμμετείχε σε εκδήλωση σε ένα κατάμεστο θέατρο. Στη συνέχεια με τις μάχες να αναζωπυρώνονται, μέλη του ΚΚ Λιβάνου, μετά από προτροπή και του Χαρίλαου Φλωράκη, μεσολαβούν και φυγαδευουν τον Θεοδωράκη που είχε σχεδόν αποκλειστεί!

Το 1983 του απονέμεται το «βραβείο Λένιν για την Ειρήνη». Ο Μίκης Θεοδωράκης επανεξελέγη βουλευτής με το ΚΚΕ το 1985, αυτή τη φορά στην πρώτη θέση στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας. Το 1987 γίνεται ιδρυτικό μέλος της Ελληνοτουρκικής Επιτροπής Φιλίας. Μαζί με τον σκηνοθέτη Θεόδωρο Αγγελόπουλο υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου τον Απρίλιο του 1989, η οποία απονέμει τα βραβεία «Φελίξ».

Το 1989 στο πλαίσιο μιας οδυνηρής δεξιάς στροφής που αντανακλούσε σε εγχώριο επίπεδο την αυξανόμενη λαϊκή απογοήτευση από τα πεπραγμένα των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και σε διεθνές το γενικότερο αντιδραστικό κλίμα που διαμόρφωνε η κατάρρευση των σταλινικών καθεστώτων στην ΕΣΣΔ και την Ανατολική Ευρώπη, ο Θεοδωράκης έγραψε τον πρόλογο στην βιογραφία του τότε αρχηγού της ΝΔ Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Αργότερα συμπεριλήφθηκε στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας, της οποίας ήταν υποψήφιος στις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου 1989. Από τις 29 Νοεμβρίου 1989, έως τις εκλογές της 8ης Απριλίου 1990 υπήρξε ανεξάρτητος βουλευτής συνεργαζόμενος με τη ΝΔ. Μετά τις εκλογές έγινε υπουργός της κυβέρνησης της ΝΔ «άνευ χαρτοφυλακίου» και αργότερα «Επικρατείας», συνολικά για περίπου 2,5 χρόνια. Στις 30 Μαρτίου 1992, παραιτήθηκε από υπουργός, αλλά ταυτόχρονα, δήλωσε υποστήριξη στην κυβέρνηση Μητσοτάκη και συμμετοχή στις εργασίες της Βουλής ως ανεξάρτητος βουλευτής συνεργαζόμενος με τη ΝΔ.

Το 1992 συνέθεσε τον ύμνο των Ολυμπιακών Αγώνων της Βαρκελώνης. Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1992, στο πλαίσιο της υποστήριξής του στην εθνικιστική εκστρατεία του ελληνικού κράτους γύρω από την ονομασία της τότε «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» υπέβαλε την παραίτησή του από την Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου, επειδή εκείνη δέχθηκε στο διαγωνιστικό της τμήμα ταινία προερχόμενη από τη «Δημοκρατία της Μακεδονίας».

Στις 12 Οκτωβρίου 1992 έκανε δήλωση ανεξαρτητοποίησης στη Βουλή τερματίζοντας τη συνεργασία με την κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ, αλλά ταυτόχρονα δήλωσε και πάλι ότι στηρίζει την πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Στις 9 Μαρτίου 1993, παραιτήθηκε από βουλευτής και ανέλαβε γενικός διευθυντής των μουσικών προγραμμάτων της ΕΡΤ. Τον Μάρτιο του 1994, παραιτήθηκε από τη θέση του γενικού διευθυντή των μουσικών συνόλων της ΕΡΤ, καταγγέλλοντας τη νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και τη γενική διεύθυνση της ΕΡΤ για «προσπάθεια θανάτωσης του οργανισμού δια της μεθόδου της ασφυξίας». Τον Ιούνιο του 1996, ορίστηκε μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Τουρισμού.

Στην αρχή της θυελλώδους περιόδου της κρίσης και των Μνημονίων, τον Δεκέμβριο του 2010, ο Μίκης Θεοδωράκης πήρε δημόσια προοδευτική αντιμνημονιακή θέση. Ανακοίνωσε την ίδρυση μιας «πατριωτικής αντιμνημονιακής οργάνωσης», του Κινήματος Ανεξάρτητων Πολιτών «Σπίθα». Συμμετείχε ενεργά στις μαζικές συγκεντρώσεις του αντιμνημονιακού κινήματος στις πλατείες («κίνημα των αγανακτισμένων») το 2011. Τον Σεπτέμβριο του 2013 αποφάσισε να αποχωρήσει από τη «Σπίθα». Το 2015 αρχικά ήταν φιλικά διακείμενος απέναντι στη νέα κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αργότερα της άσκησε δριμεία κριτική. Τιμώντας τους λαϊκούς, δημοκρατικούς αγώνες του, στο ιστορικό δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου του 2015 τάχθηκε δημόσια με το «ΟΧΙ».

Παρενθετικά, αξίζει να αναφερθεί ότι πλούσιο υπήρξε και το συγγραφικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη. Μεταξύ των βιβλίων του περιλαμβάνονται τα ακόλουθα: Το χρέος (δύο τόμοι εκδ. Τετράδια της Δημοκρατίας 1970-1971), Το μανιφέστο των Λαμπράκηδων (εκδ. Ελληνικά Γράμματα), Μουσική για τις μάζες, (εκδ. Ολκός, 1972), Στοιχεία για μια νέα πολιτική, Δημοκρατική και συγκεντρωτική αριστερά 1976, Οι μνηστήρες της Πηνελόπης ( εκδ. Παπαζήσης, 1976), Περί Τέχνης, 1976, Η αλλαγή: προβλήματα ενότητας της Αριστεράς, 1978, Μαχόμενη Κουλτούρα, 1982, Για την ελληνική μουσική, 1983 (το 1986 επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις Καστανιώτη), Ανατομία της σύγχρονης μουσικής (εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1983), Star Sυstem (εκδ.Κάκτος, 1984), Οι δρόμοι του αρχάγγελου (αυτοβιογραφία σε πέντε τόμους, εκδ. Κέδρος, 1986-1995), Ζητείται Αριστερά (εκδ. Σιδέρη 1989), Αντιμανιφέστο (εκδ. Γνώσεις), Που πάμε (εκδ. Γνώσεις, 1989), Να μαγευτώ και να μεθύσω (2000, εκδ. Λιβάνη), η τριλογία «Που να βρω την ψυχή μου», 2003, με αποσπάσματα από συνεντεύξεις, άρθρα και ομιλίες του της τελευταίας δεκαετίας, και το «Σπίθα για μια Ελλάδα ανεξάρτητη και δυνατή», Συνέγραψε πολλούς κύκλους ποιημάτων που μελοποίησε ο ίδιος, μεταξύ των οποίων και τα εξής: Το τραγούδι του νεκρού αδελφού, Ο Ήλιος και ο Χρόνος, Αρκαδία Ι, Αρκαδία VI και Αρκαδία X και το Τραγούδι της γης από τη συμφωνία. Έχει επίσης δημοσιεύσει και πολλά έργα στα Γαλλικά.

Τα τελευταία δείγματα της πολιτικής δραστηριότητας του Μίκη Θεοδωράκη ήταν αντιφατικά. Θετικό σταθμό αποτέλεσε η παρουσία του στο 43ο Φεστιβάλ ΚΝΕ-ΟΔΗΓΗΤΗ το 2017, αλλά δυσάρεστη εντύπωση προκάλεσε στον προοδευτικό και αριστερό εργαζόμενο λαό και τη νεολαία η υποστήριξη που έδωσε στο αντιδραστικό κίνημα που αναπτύχθηκε στις αρχές του 2018 γύρω από το ζήτημα της ονομασίας της Βόρειας Μακεδονίας, και ιδιαίτερα η παρουσία και ομιλία του στο εθνικιστικό συλλαλητήριο που έγινε στο Σύνταγμα, τον Φεβρουάριο εκείνου του έτους.

Ωστόσο, ο Μίκης προαισθανόμενος το τέλος της ζωής του, με επιστολή του στις 5 Οκτωβρίου 2020 προς τον ΓΓ του ΚΚΕ, Δημήτρη Κουτσούμπα, ανέφερε: «Τώρα στο τέλος της ζωής μου, την ώρα των απολογισμών, σβήνουν απ’ το μυαλό μου οι λεπτομέρειες και μένουν τα “Μεγάλα Μεγέθη”. Έτσι βλέπω ότι τα πιο κρίσιμα, τα δυνατά και τα ώριμα χρόνια μου τα πέρασα κάτω από τη σημαία του ΚΚΕ. Για το λόγο αυτό θέλω να αφήσω αυτόν τον κόσμο σαν κομμουνιστής». Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν παντρεμένος με τη Μυρτώ Αλτίνογλου, με την οποία απέκτησαν έναν γιο και μία κόρη.