Εισβολή της Τουρκίας στη Βόρεια Συρία: Ανάγκη για επαναστατική απάντηση

Μετά από τηλεφωνική συνομιλία με τον Ερντογάν την περασμένη Κυριακή, ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε ότι συμφώνησε στην απόσυρση των στρατευμάτων των ΗΠΑ από τις κουρδικές περιοχές της Βόρειας Συρίας, δίνοντας έτσι το «πράσινο φως» για την τουρκική εισβολή.

[Source]

Η επέμβαση ξεκίνησε με εναέριες επιθέσεις και τον βομβαρδισμό των πόλεων Ρας Αλ Άιν, Ταλ Αμπάντ, Αΐσα και Μικραράα και συνεχίστηκε με χερσαία εισβολή από τις τουρκικές δυνάμεις, μαζί με μισθοφορικές ισλαμικές ομάδες.

Οι κουρδικές δυνάμεις του YPG (Μονάδες Προστασίας του Λαού) που ελέγχουν την περιοχή είναι αποφασισμένες πολεμήσουν μέχρι τέλους. Αλλά είναι αναμφισβήτητο ότι βρίσκονται σε πολύ μειονεκτική θέση έναντι του τουρκικού στρατού, ο οποίος είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος στρατός στο ΝΑΤΟ.

Ήδη, ο βομβαρδισμός έχει οδηγήσει σε εκατοντάδες θανάτους. Αν οι Κούρδοι αποτύχουν να απωθήσουν την επίθεση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι δυνάμεις εισβολής δεν θα δείξουν έλεος.

Τι θέλει ο Ερντογάν

Ο Ερντογάν ξεκίνησε την εισβολή για να δημιουργήσει αυτό που πρόσφατα ονόμασε «Διάδρομο Ειρήνης». Το σχέδιο αυτό, το οποίο παρουσίασε επίσης στην πρόσφατη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, περιλαμβάνει τουρκική εισβολή σε μία λωρίδα εδάφους 30 μιλίων στη Βόρεια Συρία, την περιοχή που κατοικείται από τους Κούρδους της Συρίας, την οποία η Τουρκία θα ελέγχει μέσω των συμμαχικών της δυνάμεων, δηλαδή του Συριακού Εθνικού Στρατού που είναι ένα συνονθύλευμα από ισλαμιστές μισθοφόρους, πρώην τμήμα του αποκαλούμενου Ελεύθερου Συριακού Στρατού. Σε αυτή τη λωρίδα, θα επανεγκατασταθούν περίπου 2.000.000 από τους 3.600.000 Σύριους πρόσφυγες που διαμένουν στην Τουρκία.

Φυσικά, δεν υπάρχει τίποτα ειρηνικό σε αυτή την εισβολή του Ερντογάν, η οποία αν πετύχει θα οδηγήσει στον εκτοπισμό και τη θανάτωση χιλιάδων Κούρδων που ζουν στην περιοχή. Στην πραγματικότητα, ο Ερντογάν προσπαθεί να αλλάξει την εθνική σύνθεση της περιοχής για να εγκαθιδρύσει ένα προτεκτοράτο με πλειοψηφικά αραβικό πληθυσμό, το οποίο υποτίθεται ότι θα λειτουργεί ως «ασπίδα» ενάντια στους Κούρδους. Αυτό θα του επέτρεπε επίσης να αποκτήσει περαιτέρω έλεγχο στην περιοχή με την υποκίνηση αντιπαραθέσεων ανάμεσα σε Άραβες και Κούρδους.

Όταν ανέβηκε στην εξουσία, ο Ερντογάν ουσιαστικά στηρίχθηκε στους Κούρδους ενάντια στην παραδοσιακή, κεμαλική τουρκική αστική τάξη. Επέκρινε την εθνική καταπίεση των Κούρδων και άνοιξε συνομιλίες με τον αρχηγό του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (ΡΚΚ) Αμπντουλάχ Οτσαλάν. Αλλά αυτό άλλαξε γρήγορα όταν το κουρδικό HDP εισήλθε στο Κοινοβούλιο με 13,1 % των ψήφων το 2015, αποτελώντας έτσι σημείο αναφοράς για την ταξική πάλη στην Τουρκία και τον αγώνα ενάντια στην κυβέρνηση Ερντογάν.

Την ίδια στιγμή, το αδελφικό κόμμα του PKK, το PYD (και το στρατιωτικό του σκέλος, το YPG) πήρε τον έλεγχο στη Βόρεια Συρία για να δημιουργήσει αυτό που έγινε γνωστό ως Ροτζάβα, αφού ο Άσαντ αναγκάστηκε να υποχωρήσει μπροστά στο επαναστατικό κίνημα. Οι γενναίοι μαχητές του YPG, πολεμώντας για τη χειραφέτηση από την εθνική καταπίεση, για μια πατρίδα και με βάση αριστερές και σοσιαλιστικές ιδέες, έγιναν γρήγορα οι πιο αποτελεσματικοί μαχητές ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος στη Συρία. Αυτό τους έφερε άμεσα σε τροχιά σύγκρουσης με τον Ερντογάν, ο οποίος υποστήριξε το Ισλαμικό Κράτος– και άλλες ισλαμιστικές οργανώσεις – προκειμένου να προετοιμαστεί για τις δικές του ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες στη Συρία. Την ίδια στιγμή, η κουρδική εκ των πραγμάτων ανεξάρτητη Ροτζάβα έγινε ένας ισχυρός φάρος για τους Κούρδους εντός της Τουρκίας. Έτσι, η άνοδος του κουρδικού απελευθερωτικού κινήματος αποτέλεσε υπαρξιακή απειλή για τον Ερντογάν.

Εν τω μεταξύ, καθώς η τουρκική οικονομία άρχισε να επιβραδύνει και το άστρο του Ερντογάν να ξεθωριάζει, όλο και περισσότερο εξαρτώταν από τον λυσσασμένο εθνικισμό και τα αντικουρδικά αισθήματα για να διατηρήσει την εξουσία. Αυτή είναι η αιτία της εχθρότητας του Ερντογάν προς τους Κούρδους, καθώς και της αποφασιστικότητάς του να εξαλείψει την αυτόνομη περιοχή τους στη βόρεια Συρία.

Στις προηγούμενες τοπικές εκλογές, ο Ερντογάν αντιμετώπισε τα μεγαλύτερα προβλήματα στα σχεδόν 20 χρόνια του στην εξουσία, χάνοντας τις εκλογές σε μεγάλες πόλεις όπως η Κωνσταντινούπολη και η Άγκυρα. Η τουρκική οικονομία βρίσκεται υπό ασφυκτική πίεση και ο Ερντογάν αποδυναμώνεται. Σε αυτό το πλαίσιο, το ζήτημα των Σύριων προσφύγων έχει γίνει ένα καυτό θέμα στην Τουρκία, όπου τα αφεντικά συχνά χρησιμοποιούν απελπισμένους Σύριους για να μειωθούν περαιτέρω οι ήδη πενιχροί μισθοί των Τούρκων εργατών. Αυτό χρησιμοποιήθηκε από την αντιπολίτευση για να καλλιεργήσει την ξενοφοβία και το μίσος προς τους Σύριους. Πολλοί είναι εξοργισμένοι που ο Ερντογάν δαπανά δισεκατομμύρια για την επέμβασή του στη Συρία, ενώ το επίπεδο διαβίωσης χειροτερεύει διαρκώς.

Με το σχέδιο της εγκατάστασης των Σύριων προσφύγων στις κουρδικές περιοχές, ο Ερντογάν μπορεί ταυτόχρονα να λύσει το οικονομικό πρόβλημα της φροντίδας τους, να φιμώσει τους επικριτές και να κερδίσει μια σημαντική στρατιωτική νίκη σε μια ιμπεριαλιστική περιπέτεια. Απελπισμένος για να βελτιώσει τη θέση του, αναγκάζεται να ρισκάρει, πράγμα που μπορεί εύκολα να γυρίσει μπούμερανγκ για το καθεστώς του.

Ο Τραμπ και η κρίση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού

Μετά τη δήλωσή του για την απόσυρση των στρατευμάτων των ΗΠΑ, ο Τραμπ στην αρχή, υπερασπίστηκε την απόφασή του, δηλώνοντας ότι η Τουρκία είναι σημαντικός εμπορικός εταίρος και μέλος του ΝΑΤΟ. Μετά είπε ότι θα συνεχίσει να υποστηρίζει τους Κούρδους και ότι «αν η Τουρκία κάνει κάτι που εγώ, με τη μεγάλη και απαράμιλλη σοφία μου, θεωρώ ότι είναι εκτός ορίων, θα καταστρέψω ολοκληρωτικά την οικονομία της Τουρκίας (το έχω ξανακάνει!)». Στη συνέχεια, είπε ότι η παρουσία των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή ήταν το μεγαλύτερο λάθος στην ιστορία του έθνους και ότι «τώρα αποσυρόμαστε αργά και προσεκτικά φέρνοντας τους υπέροχους στρατιώτες μας στο σπίτι». Τέλος, φαινόταν να υπερασπίζεται τις ενέργειές του επειδή οι Κούρδοι φαίνεται ότι δεν βοήθησαν τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου.

Φυσικά, αυτές οι μανιακές δηλώσεις λένε κάτι για το μυαλό του Ντόναλντ Τραμπ, αλλά αντικατοπτρίζουν επίσης τη διάσπαση στο εσωτερικό της αστικής τάξης των ΗΠΑ και συνολικά την κρίση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.

Ενώ ο Τραμπ δήλωνε ότι οι ΗΠΑ θα αποσυρθούν από τη Συρία, η «Ουάσιγκτον Ποστ» ανέφερε ότι «οι αξιωματούχοι του Υπουργείου Αμύνης και του Υπουργείου Εξωτερικών έσπευσαν να καθησυχάσουν συμμάχους που δραστηριοποιούνται στη Συρία — κυρίως τη Γαλλία και τη Βρετανία — ότι μόνο μια χούφτα αμερικανικών στρατευμάτων μετακινήθηκαν και ότι η παρουσία και η αποστολή της συνολικής δύναμης περίπου 1.000 Αμερικανών στη βόρεια Συρία θα παρέμενε αμετάβλητη». Το Πεντάγωνο, το οποίο θέλει να χρησιμοποιήσει τις κουρδικές δυνάμεις ως προπύργιο ενάντια στην εξάπλωση της ρωσικής και της ιρανικής επιρροής, έχει σαφώς σαμποτάρει την απόσυρση στρατευμάτων, όσο το δυνατόν περισσότερο.

Ο Τραμπ δεν βλέπει ιδιαίτερη χρησιμότητα στους Κούρδους, οι οποίοι καταλαμβάνουν μια άγονη γη με μια υπανάπτυκτη οικονομία και οι οποίοι είναι μικρής διεθνούς σημασίας. Από την άλλη πλευρά, βλέπει πώς η αμερικανική παρουσία στη Συρία ωθεί την Τουρκία – ένα βασικό σύμμαχο του ΝΑΤΟ, στην οποία οι ΗΠΑ έχουν πυρηνικά όπλα και μια αεροπορική βάση – στην αγκαλιά της Ρωσίας και του Ιράν. Τα τελευταία χρόνια, ο Ερντογάν παρεκκλίνει στην πορεία του από τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ. Αυτό ήταν ιδιαίτερα σαφές κατά τη διάρκεια της ανόδου του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία και το Ιράκ. Οι ΗΠΑ είδαν σε αυτή την οργάνωση μία απειλή για τη σταθερότητα της περιοχής, ενώ η Τουρκία και άλλοι Σύμμαχοι των ΗΠΑ της παρείχαν οικονομική και υλικοτεχνική υποστήριξη για να προσπαθήσουν να ανατρέψουν τον Άσαντ και να αποκρούσουν την ιρανική επιρροή.

Αλλά, όντες ανίκανοι να αναπτύξουν χερσαίες δυνάμεις, οι Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές ήταν αναγκασμένοι να βασιστούν σε άλλες δυνάμεις. Βασίστηκαν στις πολιτοφυλακές που συνδέονται με το ΡΚΚ στη Συρία, ως αντίβαρο στο Ιράν και αργότερα στη Ρωσία. Αλλά αυτό τους έφερε σε ρήξη με την τουρκική άρχουσα τάξη, η οποία βλέπει μια υπαρξιακή απειλή σε οποιαδήποτε ενδεχόμενη κουρδική ανεξαρτησία και έχει επίσης μεγάλα ιμπεριαλιστικά σχέδια για τη Βόρεια Συρία και το Ιράκ. Η κρίση που ακολούθησε έθεσε την Τουρκία και τις ΗΠΑ σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα στον συριακό εμφύλιο πόλεμο και τελικά οδήγησε στην Τουρκία να σχηματίσει στενότερους δεσμούς με τη Ρωσία και το Ιράν. Ο Τραμπ πιστεύει ότι, αποχωρώντας από τη Συρία και εγκαταλείποντας τους Κούρδους, μπορεί να ξανασφυρηλατήσει μια συμμαχία με τον Ερντογάν.

Ωστόσο, το Κογκρέσο των ΗΠΑ, πιστεύει ότι πρόκειται για παραδοχή ήττας – παραχώρηση στη Ρωσία και το Ιράν – και σε διεθνή ταπείνωση. Η Ρωσία και το καθεστώς Άσαντ, που πλαισιώνεται από το Ιράν, είναι έτοιμα να κινηθούν, να αφοπλίσουν τους Κούρδους και να επεκτείνουν την επιρροή τους στη Συρία. Μια επιρροή που χρησιμοποιούν ιδιαίτερα οι Ρώσοι για να γίνουν μια αποφασιστική δύναμη στην περιοχή εις βάρος των ΗΠΑ.

Υποκρισία των ιμπεριαλιστών

Ό,τι και να σκεφτεί κανείς για τον Τραμπ, από όλους τους αστούς πολιτικούς, είναι ο πιο ειλικρινής όσων αφορά τους αντιδραστικούς στόχους και τις προθέσεις του – και είναι ακριβώς για την ειλικρίνειά του που η αστική τάξη τον μισεί τόσο πολύ. Όλα τα λόγια των δυτικών πολιτικών για τα δημοκρατικά δικαιώματα του κουρδικού λαού δεν είναι παρά μια κάλυψη για τα ιμπεριαλιστικά τους συμφέροντα. Μόλις πριν από λίγα χρόνια, οι ίδιες κουρδικές δυνάμεις είχαν επισημανθεί ως τρομοκράτες. Στην πραγματικότητα, το PKK, το οποίο είναι η αδελφή οργάνωση του PYD, παραμένει στον κατάλογο τρομοκρατών των ΗΠΑ, καθώς και της ΕΕ.

Οι αντιδραστικοί Σαουδάραβες ηγέτες έχουν ταχθεί ενάντια στην τουρκική επιχείρηση. Αλλά, όπως γνωρίζουν οι περισσότεροι, αυτό δεν οφείλεται στο ιδιαίτερο ενδιαφέρον τους για τα δημοκρατικά δικαιώματα των Κούρδων, αλλά επειδή οι Σαουδάραβες είδαν τους Κούρδους ως δυνητικό σύμμαχο ενάντια στο Ιράν. Αυτοί, μαζί με το Ισραήλ, χρησιμοποίησαν ακόμη πρόσφατα κουρδικές εναέριες βάσεις για εναέριες επιδρομές εναντίον ιρανικών πολιτοφυλακών στο Ιράκ. Επιπλέον, οι Σαουδάραβες βλέπουν την Τουρκία ως ανερχόμενο ανταγωνιστή για την υπεροχή στην περιοχή, ιδιαίτερα για την κυριαρχία των Σουνιτών περιοχών.

Το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών συνεδρίασε επίσης για να συζητήσει την κατάσταση στη Συρία, κατόπιν αιτήματος των πέντε ευρωπαϊκών μελών: Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Βέλγιο και Πολωνία. Άλλα η συνεδρίαση δεν κατέληξε σε κάποια απόφαση και περιορίστηκε σε ανούσια φλυαρία.

Όπως επεσήμανε επανειλημμένα ο Ντόναλντ Τράμπ, αν οι Ευρωπαίοι νοιάζονται πραγματικά, είναι περισσότερο από ευπρόσδεκτοι να αυξήσουν τη στρατιωτική τους παρουσία στην περιοχή και να αναλάβουν το έργο που κάνουν οι ΗΠΑ. Αλλά φυσικά, οι ηγέτες της ΕΕ προτιμούν να διατηρήσουν μια ασφαλή απόσταση από τους πολέμους και την αιματοχυσία από την οποία επωφελούνται. Η αξιολύπητη υποκρισία και η ανικανότητά τους είναι ίσως η πιο θλιβερή από όλες. Μόνο το 2016 η ΕΕ συμφώνησε να καταβάλει δισεκατομμύρια ευρώ στον Ερντογάν, με αντάλλαγμα την Τουρκία να μπλοκάρει τη ροή των προσφύγων απο τη Συρία που διασχίζουν την Τουρκία στην ΕΕ. Σήμερα, προειδοποίησε ότι, εάν η ΕΕ χαρακτηρίσει την επιχείρησή του ως εισβολή, θα αφήσει εκατομμύρια πρόσφυγες να εισέλθουν στην Ευρώπη.

Η δυστυχία του κουρδικού λαού

Όπως πάντα, τα «μικρά» έθνη γίνονται πιόνια στους αγώνες των διαφόρων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Οι ιμπεριαλιστές, μόλις τελειώσουν με τη χρησιμοποιησή τους, δεν έχουν ενδοιασμούς να τα συντρίψουν ή να επιτρέπουν σε άλλους να το κάνουν. Οι ΗΠΑ, η ΕΕ, η Ρωσία, το Ιράν, το καθεστώς Ασάντ και ακόμη και ο Ερντογάν έχουν υποσχεθεί στους Κούρδους κάποια μορφή υποστήριξης. Αλλά όλοι πρόδωσαν τους Κούρδους όταν τους συνέφερε.

Αυτά είναι διδάγματα που οι μάζες του Κουρδιστάν μαθαίνουν με τον πιο επώδυνο τρόπο. Αλλά θα ήταν ακόμη μεγαλύτερο λάθος για τους Κούρδους ηγέτες να συνεχίσουν αυτό το μονοπάτι για να βασιστούν στην υποστήριξη των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Τις τελευταίες ημέρες, έχουν απευθυνθεί σε κάθε μεγάλη καπιταλιστική δύναμη για υποστήριξη. Στην αρχή, απευθύνθηκαν στη Ρωσία και το καθεστώς του Άσαντ για στήριξη κατά της Τουρκίας αλλά συνάντησαν τοίχο.

Την ίδια στιγμή, ο Ιλχάμ Αχμέντ, αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της Ροτζάβα, ταξίδεψε στην Ευρώπη, όπου πραγματοποίησε συνέντευξη τύπου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, παροτρύνοντας την ΕΕ να μην «εγκαταλείψει» τους Κούρδους και ζητώντας της να εφαρμόσει μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων για να τιμωρήσει την Τουρκία για παραβίαση του διεθνούς δικαίου. Αλλά οι ηγέτες της ΕΕ δεν ενδιαφέρονται για τα δικαιώματα των Κούρδων ή οτιδήποτε άλλο για το θέμα αυτό, εκτός από τα συμφέροντα της δικής τους αστικής τάξης. Μόνο το 2015 η Τουρκία έκανε μια βρώμικη συμφωνία με την ΕΕ για να κρατήσει τους πρόσφυγες μακριά από τα σύνορα της ΕΕ ως αντάλλαγμα για ένα μεγάλο χρηματικό ποσό και η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ επισκέφθηκε την Τουρκία και υποστήριξε την προεκλογική εκστρατεία του Ερντογάν, ενώ διεξήγαγε έναν αιματηρό πόλεμο ενάντια στους Κούρδων στην ίδια την Τουρκία.

Αυτή η τακτική δεν έχει αποφέρει τίποτα στον κουρδικό λαό. Σε κάθε στάδιο, τα σημαντικότερα επιτεύγματα του κουρδικού απελευθερωτικού κινήματος ήταν προϊόν του επαναστατικού και ταξικού κινήματος των μαζών και όχι της συνεργασίας με τους ιμπεριαλιστές. Στην Τουρκία, το κίνημα αναπτύχθηκε όταν το HDP κατέβηκε σε ολόκληρη τη χώρα χωρίς να περιορίζεται στις κουρδικές περιοχές και βασίστηκε σε ριζοσπαστικά και ταξικά αιτήματα. Για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1980, άρχισε να γεφυρώνεται το χάσμα που είχε δημιουργήσει η άρχουσα τάξη μεταξύ των Κούρδων και των Τούρκων εργατών – και αυτό ήταν που την κατέστησε πιθανή υπαρξιακή απειλή για τον Ερντογάν. Και στη Συρία, όπως έχουμε δηλώσει και πριν, ήταν η επανάσταση – η οποία ήταν στην πραγματικότητα ισχυρότερη στα δυτικά της χώρας – που δημιούργησε ένα κενό εξουσίας, το οποίο επέτρεψε στην PYD να πάρει τον έλεγχο.

Ο αγώνας του κουρδικού κινήματος, που βασίζεται σε δημοκρατικές παραδόσεις και σε μια επαναστατική προοπτική, εξαπλώνεται πολύ πέρα από τις κουρδικές περιοχές και εμπνέει εκατομμύρια εργαζομένους, φτωχούς και νέους στη Μέση Ανατολή και πέρα. Αλλά αντί να βασιστούν σε αυτό το επαναστατικό δυναμικό, οι Κούρδοι ηγέτες προσπάθησαν να βασιστούν στη μία η στην άλλη ιμπεριαλιστική δύναμη. Και με αυτόν τον τρόπο, έπρεπε κάνουν τη μία υποχώρηση μετά την άλλη.

Στην Τουρκία, το HDP, το οποίο κυριαρχείται από το ΡΚΚ στις κουρδικές περιοχές της Τουρκίας, κατείχε de facto την εξουσία σε μια ολόκληρη σειρά περιοχών και σε μεγάλες πόλεις όπως η Σισίπι, το Χακκάρι και η Σέρκακ. Όταν ο Ερντογάν ξεκίνησε τον πόλεμό του ενάντια στους Κούρδους το 2015, οι Κούρδοι της περιοχής ήταν προετοιμασμένοι να πολεμήσουν μέχρι τέλους, αλλά οι ηγέτες του ΡΚΚ, έχοντας πολλά όπλα, πόρους και εμπειρία από τον πόλεμο στη Συρία, αρνήθηκαν να οπλίσουν τον πληθυσμό ή ακόμη και να καλέσουν για γενική απεργία – από το φόβο της αντιπαράθεσης με τους συμμάχους τους, κυρίως των ΗΠΑ. Επίσης, έσπρωξαν το HDP σε μια πιο εθνικιστική κουρδική γραμμή, η οποία ήταν το καλύτερο δώρο στον Τουρκικό εθνικισμό. Στο τέλος ο Ερτογάν πέτυχε των εκτοπισμό δεκάδων χιλιάδων Κούρδων της Τουρκίας και την καταστροφή ολόκληρων περιοχών. Αυτή ήταν μια σημαντική ήττα για το απελευθερωτικό κίνημα των Κούρδων.

Στη Συρία επίσης, οι πολλαπλές παραχωρήσεις από τους ηγέτες του κινήματος το υπονόμευσαν. Στο Αφρίν, οι ηγέτες πίστευαν ότι η Ρωσία θα τους προστάτευε, αλλά ο Πούτιν τους πούλησε χωρίς δισταγμό. Δεν ενδιαφέρεται για τα δικαιώματα των εθνικών μειονοτήτων στη Ρωσία, πόσο μάλλον στη Συρία. Οι ηγέτες του PYD έκαναν επίσης αρκετές άλλες παραχωρήσεις στον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ, όπως τη συμμαχία με τις αντιδραστικές δυνάμεις της Σαμάρ και άλλες αντιδραστικές ομάδες τις οποίες ενσωμάτωσαν στις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (ο κύριος στρατός της Ροτζάβα) και το να «νερώσουν» το δημοκρατικό σύνταγμα της Ροτζάβα.

Όλοι αυτοί οι ελιγμοί το μόνο που κάνουν είναι να υπονομεύουν το κύρος του επαναστατικού αγώνα των Κούρδων στα μάτια των καταπιεσμένων μαζών της Μέσης Ανατολής: τους μόνους πραγματικούς συμμάχους του Κουρδικού Λαού. Στο τέλος οι «έξυπνοι» ελιγμοί των ηγετών των Κούρδων έχουν οδηγήσει στο πισώπλατο μαχαίρωμα από τους «συμμάχους» τους και τώρα ο Κουρδικός λαός θα πληρώσει άλλο ένα βαρύ και αιματηρό τίμημα.

Για έναν επαναστατικό πόλεμο ενάντια στην εισβολή του Ερντογάν

Ο μόνος τρόπος για να την αποτρέψουμε την τραγωδία δεν είναι οι συνεντεύξεις τύπου και οι εκκλήσεις στου ιμπεριαλιστές, αλλά η επιστροφή στις επαναστατικές παραδόσεις του κουρδικού λαού και η έκκληση στους εργαζόμενους και τις φτωχές λαϊκές μάζες της περιοχής και διεθνώς.

Πρώτον, πρέπει να γίνει μία έκκληση για γενική απεργία στις κουρδικές περιοχές της Τουρκίας και για τον εξοπλισμό του λαού και την δημιουργία επιτροπών αυτοάμυνας. Ο πόλεμος πρέπει να μεταφερθεί στην Τουρκία, με μία επαναστατική μορφή και σε μία ταξική βάση, όχι με αντιπαραγωγικές τρομοκρατικές επιθέσεις, που το μόνο που θα κάνουν είναι να ενισχύσουν τον Ερντογάν, τον οποίο απεχθάνεται επίσης και οι πλειοψηφία των Τούρκων εργατών. Πρέπει επίσης να σπάσουν δημόσια τη σύνδεση τους με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό που είναι μισητός σε ολόκληρη την περιοχή. Ακόλουθα πρέπει να γίνει μία έκκληση σε οργανώσεις και συνδικάτα της εργατικής τάξης στην Τουρκία να παλέψουν ενάντια στον πόλεμο, και να βγάλουν μία κοινή ανακοίνωση που θα καταδικάζει την επίθεση και θα καλεί για ένα κοινό αγώνα ενάντια στο καθεστώς του Ερντογάν, για καλύτερους μισθούς, για χρήματα για υγεία, δημόσια εκπαίδευση και όχι για πόλεμο. Ιδιαίτερα στη σημερινή φάση, όπου το βιωτικό επίπεδο των μαζών στην Τουρκία καταρρέει, αυτή η έκκληση θα βρει μεγάλη υποστήριξη.

Διακηρύξεις πρέπει να βρουν το δρόμο τους μέσα στα τουρκικά στρατόπεδα και τους Τούρκους φαντάρους για τον αγώνα για ειρηνική συνύπαρξη, για την αποκάλυψη του αντιδραστικού Ερτογάν και το διμέτωπο αγώνα του ενάντια στους Κούρδους, αλλά και τους Τούρκους εργάτες και τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα.

Είναι σαφές ότι ο Ερντογάν ήταν ιδιαίτερα προβληματισμένος στην προοπτική της ανάπτυξης Τούρκων στρατιωτών, από φόβο ότι η γενική οργή και δυσαρέσκεια στην τουρκική κοινωνία θα αντικατοπτριστεί και στο στρατό. Αυτός είναι ένας βασικός λόγος για τον οποίο όλες οι πολεμικές επιχειρήσεις φαίνεται να διεξάγονται από μισθοφόρους. Ο τουρκικός στρατός μπορεί να ηττηθεί από τους Κούρδους μόνο αν διασπαστεί σε ταξικές γραμμές. Σε επαναστατική βάση, αντιμέτωπη με ένοπλη μαζική αντίσταση στη Συρία, καθώς και στην Τουρκία, ο στρατός θα δεχτεί τεράστιες πιέσεις και θα δημιουργηθούν συνθήκες για μαζική λιποταξία.

Οι ίδιες ενέργειες πρέπει να αναληφθούν σε ολόκληρη την περιοχή, ιδίως στο Ιράκ, το Ιράν και τη Συρία, όπου η έκκληση για έναν ενωμένο αγώνα κατά των μισητών καθεστώτων θα έβρισκε ευρεία απήχηση. Στο Ιράκ, την περασμένη εβδομάδα είδαμε μαζικές κινητοποιήσεις κατά του καθεστώτος.

Επίσης, οι απεργίες των λιμενεργατών στην Ευρώπη κατά των αποστολών όπλων στη Σαουδική Αραβία δείχνουν ότι υπάρχουν δυνατότητες για αλληλέγγυα δράση των εργατών στη Δύση. Τα συνδικάτα και τα κόμματα της εργατικής τάξης θα πρέπει να ξεκινήσουν αμέσως να οργανώνουν μποϊκοτάζ και απεργίες εναντίον αποστολών όπλων και πόρων που χρησιμοποιούνται για την τροφοδότηση της τουρκικής πολεμικής μηχανής.

Εάν ακολουθηθεί μία τέτοια πορεία δράσης με τόλμη και αποφασιστικότητα, οι Κούρδοι μπορούν να κερδίσουν τον πόλεμο ενάντια στον τουρκικό στρατό. Αλλά αν οι Κούρδοι ηγέτες συνεχίσουν να επιδιώκουν να στηρίζονται στους ιμπεριαλιστές, η ήττα είναι εγγυημένη με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Οι κουρδικές μάζες έχουν δείξει ξανά και ξανά ότι είναι πρόθυμες να πολεμήσουν μέχρι το τέλος. Είναι καιρός να επιτευχθεί αυτή η νίκη με την επαναστατική ανατροπή των καπιταλιστικών καθεστώτων που τους καταπιέζουν τα τελευταία 100 χρόνια.

  • Κάτω η ιμπεριαλιστική εισβολή στη Ροτζάβα!
  • Αγώνας ενάντια στους ιμπεριαλιστές, που είναι όλοι συνένοχοι σε αυτή την κτηνωδία!
  • Ζήτω η διεθνής αλληλεγγύη της εργατικής τάξης, οργανώστε μποϊκοτάζ-απεργίες εναντίον των αποστολών όπλων!
  • Για μια μετατροπή της άμυνας απέναντι στην ιμπεριαλιστική επίθεση σε έναν επαναστατικό πόλεμο απελευθέρωσης!
  • Για ένα ανεξάρτητο Σοσιαλιστικό Κουρδιστάν ως τμήμα μιας Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας της Μέσης Ανατολής!