Ιταλικές εκλογές: Γιατί κέρδισε η ακροδεξιά;

Οι προχθεσινές εκλογές στην Ιταλία ανέδειξαν αυτό που πολλοί χαρακτήρισαν ως την πιο «δεξιά» κυβέρνηση από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με πρώτο κόμμα το Fratelli d’Italia (Αδέρφια της Ιταλίας), με επικεφαλής την Τζόρτζια Μελόνι, με 26% των ψήφων. Πώς εξηγείται αυτή η αύξηση των ψήφων ενός κόμματος που το 2018 έλαβε μόλις 4,3% και εξέλεξε μόνο 32 βουλευτές και 18 γερουσιαστές; Θα περιγράψουμε σε αυτό το άρθρο τον λόγο για τον οποίο συνέβη μια τέτοια ριζική αλλαγή στην ιταλική πολιτική σκηνή και θα σκιαγραφήσουμε τις πιο πιθανές προοπτικές.

[Source]

Αλλά πρώτα ας δούμε τα στοιχεία. Ο κεντροδεξιός συνασπισμός έλαβε το 43,82% των ψήφων ενώ η κεντροαριστερά το 26,2%. Το PD (Δημοκρατικό Κόμμα) με 19,11% έχει πέσει κάτω από το ψυχολογικό φράγμα του 20%. Το M5S (Κίνημα Πέντε Αστέρων) στο 15,33%, τα πήγε καλύτερα από το αναμενόμενο, αν και τα πήγε πολύ χειρότερα από ό,τι το 2018. Η Lega (Λέγκα/Σύνδεσμος), με επικεφαλής τον Σαλβίνι, υπέστη βαριά ήττα με 8,8%, σημειώνοντας ελαφρώς καλύτερα αποτελέσματα από τη Forza Italia (Ισχυρή Ιταλία) του Μπερλουσκόνι που κέρδισε 8,1%. Η συμμαχία Azione-Italia Viva (Δράση–Ζήτω η Ιταλία, μια ομάδα βουλευτών που διασπάστηκαν από το PD, που περιλαμβάνει και τον Ρέντσι) κέρδισε 7,78%. Η συμμαχία Ιταλική Αριστερά/Πράσινοι πήρε 3,64% και ορισμένες μικρότερες δυνάμεις δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν το όριο του 3% που απαιτείται για να μπουν στο κοινοβούλιο. Σε αυτές περιλαμβάνεται η Λαϊκή Ένωση (στην οποία συμμετέχει η Rifondazione Comunista, το Κόμμα της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης) – ο μόνος πραγματικός αριστερός συνασπισμός – που συγκέντρωσε ένα πενιχρό 1,43%.

Τα τελικά αποτελέσματα τόσο για το Κοινοβούλιο όσο και για τη Γερουσία δεν είναι ακόμη γνωστά, λόγω του περίπλοκου εκλογικού συστήματος, αλλά φαίνεται πιθανό ότι ο συνασπισμός της Μελόνι θα έχει πλειοψηφία περίπου 235 βουλευτών στη Βουλή των 400 μελών και 115 γερουσιαστών – η Γερουσία έχει 206 γερουσιαστές. Το μερίδιο του Fratelli d’Italia σε αυτό θα είναι 118 βουλευτές και 66 γερουσιαστές, πράγμα που σημαίνει ότι η Μελόνι θα πρέπει να συμβιβάζεται διαρκώς με τη Lega και τη Forza Italia, οδηγώντας έτσι σε κάτι που θα μπορούσε να αποδειχθεί ασταθής συνασπισμός.

Αποχή

Αυτό που είναι ιδιαίτερα σημαντικό είναι η χαμηλή συμμετοχή με 63,91%, σχεδόν 10 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερη από το 73% του 2018. Σε αυτό θα χρειαστεί να προσθέσουμε όσους συμμετείχαν αλλά έριξαν λευκό ή άκυρο ψηφοδέλτιο, που το 2018 ήταν πάνω από 3% (τα φετινά στοιχεία δεν είναι ακόμη διαθέσιμα, αλλά θα μπορούσαν να είναι υψηλότερα), γεγονός που θα ανέβαζε τον συνολικό αριθμό των Ιταλών ψηφοφόρων που δεν υποστηρίζουν κανένα κόμμα σε περίπου 40%. Αυτό υπογραμμίζει την αυξανόμενη απόσταση ενός τεράστιου κοινωνικού στρώματος από τα υπάρχοντα κόμματα. Αν συγκρίνει κανείς αυτό το αποτέλεσμα με το 1976, όταν πάνω από το 93% του εκλογικού σώματος πήγε να ψηφίσει, παίρνει μια ιδέα για τη διαδικασία που έχει λάβει χώρα. Στην πραγματικότητα, η αποχή (περίπου 40%) είναι ο νικητής των εκλογών.

Πολλοί άνθρωποι στην Αριστερά σίγουρα θα αισθάνονται κατάθλιψη. Κάποιοι μπορεί ακόμη και να φοβούνται ότι η Ιταλία κινείται προς την κατεύθυνση του φασισμού λόγω των δηλωμένων συμπαθειών της Τζόρτζια Μελόνι για τον Μουσολίνι στο παρελθόν. Το 1996, όταν ήταν 19 ετών, είπε σε ένα γαλλικό τηλεοπτικό κανάλι: «Νομίζω ότι ο Μουσολίνι ήταν ένας καλός πολιτικός. Ό,τι έκανε, το έκανε για την Ιταλία. Δεν υπήρξαν άλλοι πολιτικοί σαν αυτόν τα τελευταία πενήντα χρόνια». Σε σχέση με το παρελθόν, σήμερα τραγουδά έναν κάπως διαφορετικό σκοπό. Αυτό είπε τον περασμένο μήνα: «Η ιταλική Δεξιά απώθησε τον φασισμό στην ιστορία πριν από δεκαετίες, καταδικάζοντας ξεκάθαρα την έλλειψη δημοκρατίας και τους περιβόητους αντι-εβραϊκούς νόμους».

Ωστόσο, το ερώτημα δεν είναι αν υποκειμενικά η Μελόνι έχει συμπάθειες για τον Μουσολίνι ή όχι. Το γεγονός είναι ότι το Fratelli d’Italia δεν είναι ένα φασιστικό κόμμα που πρόκειται να βαδίσει στη Ρώμη, να καταργήσει την κοινοβουλευτική δημοκρατία και να εγκαταστήσει μια μονοκομματική δικτατορία. Οποιαδήποτε προσπάθεια να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση θα κινητοποιούσε τους εργάτες και τη νεολαία της Ιταλίας και η ιταλική άρχουσα τάξη θα ήταν αντιμέτωπη με επαναστατικές εξελίξεις. Επίσης, πρέπει να σημειώσουμε ότι με μόλις το 64% του εκλογικού σώματος να συμμετέχει, οι ψήφοι για το Fratelli d’Italia ανέρχονται στο 16% του συνολικού εκλογικού σώματος.

Η Τζόρτζια Μελόνι κινείται εδώ και καιρό προς μια πιο «υπεύθυνη» στάση. Έχει μετριάσει ακόμη και τη στάση της για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως έκανε η Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία. Αυτοί οι δεξιοί αντιδραστικοί παίζουν το αντι-ΕΕ χαρτί για να κερδίσουν εκλογική υποστήριξη, αλλά όσο πλησιάζουν προς την εξουσία τόσο περισσότερο ευθυγραμμίζονται με τις ανάγκες της αστικής τάξης. Μάλιστα, μια από τις λέξεις που έχει επαναλάβει πολλές φορές η Μελόνι από τότε που κέρδισε τις εκλογές είναι «ευθύνη». Το ερώτημα που πρέπει να θέσει κανείς είναι: ευθύνη απέναντι σε ποιον; Στέλνει ένα ξεκάθαρο μήνυμα στους αστούς της Ιταλίας και στην Ευρωπαϊκή Ένωση ότι υπό την κυβέρνησή της η Ιταλία θα παραμείνει εντός της ΕΕ και θα ασκήσει πολιτικές σύμφωνες με τις ανάγκες των αστών. Δεν ήταν η προτιμότερη πολιτικός της άρχουσας τάξης, αλλά τους λέει: «μπορείτε να με εμπιστευτείτε».

Η Μελόνι είναι μια εντελώς αντιδραστική δεξιά μεγαλομανής. Για παράδειγμα, τα τελευταία χρόνια έχει εκφράσει την αντίθεσή της σε έναν νόμο που απαγορεύει στους αστυνομικούς να χρησιμοποιούν βασανιστήρια κατά τις ανακρίσεις. Είναι κατά του γάμου ομοφυλοφίλων. Είναι κατά της χορήγησης υπηκοότητας σε παιδιά μεταναστών που γεννήθηκαν στην Ιταλία. Έχει εκφράσει ξεκάθαρες ισλαμοφοβικές απόψεις και θέλει να πραγματοποιήσει τον ναυτικό αποκλεισμό της Λιβύης. Θέλει να περιορίσει το δικαίωμα στην άμβλωση και ούτω καθεξής. Υποστηρίζει επίσης πλήρως το ΝΑΤΟ και τις πολεμικές του προσπάθειες στην Ουκρανία και θα συμβάλει στη συνέχιση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, κυρώσεων που βλάπτουν πραγματικά την ιταλική οικονομία.

Τα αίτια της νίκης του Fratelli d’Italia

Επομένως, το ερώτημα παραμένει: πώς κατάφερε να οδηγήσει το Fratelli d’Italia σε μια τέτοια εκλογική νίκη; Η απάντηση είναι πολύ απλή: ήταν το μόνο πραγματικά αντιπολιτευτικό κόμμα στην προηγούμενη κυβέρνηση. Ο Ντράγκι, ο πρώην επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κλήθηκε να ηγηθεί ενός μεγάλου συνασπισμού που απαρτιζόταν από το PD, το M5S, τη Lega, τη Forza Italia, την Italia Viva του Ρέντσι και μερικές μικρότερες δυνάμεις, με φαινομενικά συμπαγή πλειοψηφία 562 βουλευτών σε σύνολο 629 βουλευτών. Υποστηριζόμενος από την ΕΕ, το καθήκον του ήταν να σταθεροποιήσει την Ιταλία προς το συμφέρον του εθνικού και διεθνούς κεφαλαίου.

Ωστόσο, η ζωή των απλών Ιταλών χειροτέρευε σταθερά. Το δημόσιο χρέος της Ιταλίας είναι από τα υψηλότερα στις προηγμένες βιομηχανικές χώρες, αναγκάζοντας κάθε κυβέρνηση να αναζητήσει τρόπους για να το ξεπληρώσει, και είναι πάντα η εργατική τάξη αυτή που πληρώνει. Ο πληθωρισμός πλησιάζει το όριο του 9%, ενώ οι μισθοί είναι από τους χαμηλότερους στην Ευρώπη. Εκατομμύρια εργαζόμενοι δουλεύουν στην επισφάλεια, χωρίς μόνιμες συμβάσεις εργασίας. Η φτώχεια έχει αυξηθεί, ειδικά στο νότο. Σε πολλούς τομείς η νεολαία δυσκολεύεται πολύ να βρει δουλειά.

Η υγειονομική περίθαλψη έχει επιδεινωθεί, τα δίκτυα μεταφορών έχουν επιδεινωθεί, η Εκπαίδευση υποχρηματοδοτείται και υπάρχει ένα γενικό αίσθημα αγανάκτησης, μια αίσθηση ότι «δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να ζούμε έτσι». Η πανδημία προστέθηκε σε όλα αυτά. Τώρα έχουμε τον πληθωρισμό, μία νέα οικονομική κρίση και τον αντίκτυπο του πολέμου στην Ουκρανία, με τους λογαριασμούς ενέργειας να εκτοξεύονται στα ύψη. Ο Ντράγκι έγινε ένας μισητός άνθρωπος για εκατομμύρια Ιταλούς.

Αυτό εξηγεί γιατί όλες οι δυνάμεις που είχαν συμμετάσχει στην κυβέρνησή του τα πήγαν τόσο άσχημα σε αυτές τις εκλογές. Το PD θεωρείται το μόνο πραγματικά αξιόπιστο κόμμα για την αστική τάξη και ο αρχηγός του Λέττα – ο οποίος τώρα αναγκάστηκε να παραιτηθεί από αρχηγός του κόμματος – είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αστού πολιτικού που δεν έχει καμία επαφή με τις ανάγκες των εργαζομένων. Κάποια στιγμή, το PD πέρασε το όριο του 40% στις ευρωεκλογές του 2014, αλλά έκτοτε χάνει ψήφους φτάνοντας στο καταστροφικό αποτέλεσμα των τελευταίων εκλογών.

Η Lega, η οποία σε ένα σημείο, στις ευρωπαϊκές εκλογές του 2019 κέρδισε το 34% των ψήφων, είχε πάνω από 17% στις εκλογές του 2018, αλλά τώρα έχει χάσει περισσότερο από το μισό αυτού του ποσοστού. Η Forza Italia, έφτασε στο μέγιστο του 30% σε βουλευτικές εκλογές, πήρε 14% των ψήφων το 2018 και τώρα λίγο πάνω από το 8%. Το M5S, που το 2018 είχε σχεδόν 33%, έχει χάσει περισσότερες από τις μισές ψήφους του αυτή τη φορά – αν και τα πήγε καλύτερα από ό,τι έδειχναν οι δημοσκοπήσεις, ειδικά στο νότο.

Αυτό που δείχνουν όλα αυτά είναι ότι οποιοδήποτε κόμμα κυβερνά την Ιταλία φθείρεται από την κρίση που πρέπει να διαχειριστεί. Τα κόμματα έρχονται με υποσχέσεις να κάνουν τη ζωή καλύτερη για τις μάζες των εργαζομένων, αλλά στη συνέχεια οι απαιτήσεις του κεφαλαίου σημαίνουν ότι πρέπει να εγκαταλείψουν γρήγορα αυτές τις υποσχέσεις. Την ίδια μοίρα περιμένει τη Μελόνι, η οποία θα καταλήξει μισητή για πολλούς από αυτούς που μόλις την ψήφισαν.

Καμία εναλλακτική στα αριστερά

Η τραγωδία όλης αυτής της κατάστασης είναι ότι δεν υπάρχει βιώσιμη ή αξιόπιστη δύναμη στα αριστερά που θα μπορούσε να προσφέρει μια εναλλακτική λύση. Η ευθύνη γι’ αυτό βαραίνει τη ρεφορμιστική Αριστερά – ιδιαίτερα τους πρώην ηγέτες του παλιού Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCI), που ξεπουλήθηκαν εντελώς στην άρχουσα τάξη. Και οι ηγέτες της Rifondazione Comunista πρέπει επίσης να αναλάβουν το μερίδιο ευθύνης τους.

Όταν το παλιό PCI διασπάστηκε το 1991, η πλειοψηφία κινήθηκε γρήγορα στα δεξιά, σχηματίζοντας το Δημοκρατικό Αριστερό Κόμμα (PDS), το οποίο στη συνέχεια έδωσε τη θέση του στο Δημοκρατικό Κόμμα (PD). Η μειοψηφία σχημάτισε τη Rifondazione Comunista, η οποία θεωρήθηκε ως το πιο αριστερό κόμμα στο κοινοβούλιο, φτάνοντας να λαμβάνει πάνω από 8% των ψήφων στις εκλογές του 1996 και είχε πάνω από 100.000 μέλη. Στο όνομα του «σταματήματος της Δεξιάς», ωστόσο, ακριβώς όταν το κόμμα βρισκόταν στο απόγειό του εκλογικά, οι ηγέτες του αποφάσισαν να υποστηρίξουν την κυβέρνηση συνασπισμού της Κεντροαριστεράς υπό την ηγεσία του Πρόντι και στη συνέχεια το 2006 μπήκε ουσιαστικά στη δεύτερη κυβέρνηση Πρόντι αναλαμβάνοντας την ευθύνη για τις αντεργατικές πολιτικές αυτής της κυβέρνησης.

Αυτό οδήγησε στο καταστροφικό αποτέλεσμα το 2008, όταν έχασε όλους τους βουλευτές της και έκτοτε δεν έχει ανακάμψει. Στις προχθεσινές εκλογές, ό,τι απέμεινε από τη Rifondazione εντάχθηκε σε μια συμμαχία άλλων αριστερών οργανώσεων με το όνομα Unione Popolare (Λαϊκή Ένωση), η οποία κέρδισε μόλις 1,4%, πολύ κάτω από το όριο εισόδου στα δύο νομοθετικά σώματα του 3%. Οι μαρξιστές εξήγησαν ξανά και ξανά ότι η ταξική συνεργασία θα ήταν καταστροφική για το κόμμα, αλλά οι ηγέτες του αρνήθηκαν να ακούσουν. Από τότε πληρώνουν το τίμημα.

Υπήρξε τέτοιο κενό στα αριστερά που το 2018 το M5S μπόρεσε να το καλύψει και να αναδειχθεί ως το πρώτο κόμμα στο κοινοβούλιο. Εκατομμύρια Ιταλοί ελπίζανε ότι θα επιφέρει την επιθυμητή αλλαγή. Αλλά κάτω από την πίεση των αστών, το M5S σχημάτισε αρχικά κυβέρνηση συνασπισμού με τη Lega και αργότερα κατέληξε σε συνασπισμό και με το PD υπό τον Ντράγκι.

Οι επερχόμενοι αγώνες

Μετά τις εκλογές, η εργατική τάξη θα βρεθεί εντελώς αποκλεισμένη στο πολιτικό πεδίο. Κάποιοι, έχοντας απογοητευτεί από το M5S, στράφηκαν στη μοναδική αντιπολίτευση στο κοινοβούλιο, το Fratelli d’Italia. Αλλά η Μελόνι δεν θα φέρει την αλλαγή που επιδιώκουν οι ψηφοφόροι της. Το κόμμα της είναι μια ανοιχτά φιλοκαπιταλιστική, δεξιά αστική δύναμη και θα περάσει τα μέτρα που έχει ανάγκη η τάξη που πραγματικά εκπροσωπεί. Θα γίνει πολύ γρήγορα ξεκάθαρο ότι η μάζα των εργαζομένων και η νεολαία δεν έχουν τίποτα να ελπίζουν από το κοινοβούλιο.

Αυτό σημαίνει ότι προετοιμάζεται ο δρόμος για να στραφεί η εργατική τάξη από το εκλογικό μέτωπο στον απεργιακό αγώνα και τις διαδηλώσεις. Μπορούμε να περιμένουμε αυθόρμητα μαζικά κινήματα της νεολαίας και των γυναικών, εάν υπάρξουν απόπειρες επίθεσης στο δικαίωμα της άμβλωσης ή κάποιο άλλο δημοκρατικό δικαίωμα. Αντιμέτωπες με μια τεράστια δεξιά πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, οι μάζες δεν θα έχουν άλλη επιλογή από το να στραφούν σε απεργίες, οργανωμένες και αυθόρμητες απεργίες, και σε διαδηλώσεις στους δρόμους, και η νεολαία θα αποτελεί βασικό συστατικό σε αυτό. Η Δεξιά κέρδισε στο κοινοβούλιο, αλλά αυτό προετοιμάζει απλώς ένα νέο στάδιο στην ταξική πάλη.

Την Παρασκευή της περασμένης εβδομάδας, χιλιάδες νέοι βγήκαν στους δρόμους διαμαρτυρόμενοι για το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής. Υπάρχει ξεκάθαρα μια δίψα για ριζοσπαστικές ιδέες στη νεολαία. Η Δεξιά και οι αστοί μπορεί να παρηγορούνται από την ιδέα ότι κατέστρεψαν με επιτυχία το PCI, το ισχυρότερο Κομμουνιστικό Κόμμα στη Δυτική Ευρώπη με δύο εκατομμύρια μέλη, αλλά η μνήμη αυτής της παράδοσης παραμένει ζωντανή.

Αυτό εξηγεί γιατί ένα στρώμα της νεολαίας αναζητά κομμουνιστικές οργανώσεις σήμερα. Οι νέοι βλέπουν την παρούσα κρίση του καπιταλιστικού συστήματος και καταλαβαίνουν ότι αυτό το σύστημα πρέπει να ξεριζωθεί. Σε αυτές τις συνθήκες, σύμφωνα με τα λόγια του Μαρξ, «το μαστίγιο της αντεπανάστασης» προετοιμάζει μια μεγάλη απάντηση της εργατικής τάξης. Και σε αυτές τις συνθήκες, οι μαρξιστές πρέπει να προετοιμαστούν γι’ αυτά τα μεγάλα γεγονότα χτίζοντας τις δυνάμεις του επαναστατικού μαρξισμού.