Κούβα: Οι απειλές του Τραμπ και η οικονομική κατάσταση

Μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Ντόναλντ Τραμπ, η θέση της Ουάσιγκτον όσον αφορά την Κουβανική Επανάσταση γίνεται όλο και πιο επιθετική, με μια ριζική αλλαγή πολιτικής σε σχέση μ’ αυτή που ακολουθούσε ο Πρόεδρος Ομπάμα. Αν και ο τελικός στόχος και των δύο κυβερνήσεων ήταν ο ίδιος – η καταστροφή της Κουβανικής Επανάστασης – ο Ομπάμα αναγνώρισε ότι η πολιτική της άμεσης επιθετικότητας είχε αποτύχει, κι έτσι επιδίωξε να πετύχει τον ίδιο στόχο, επεμβαίνοντας στο πεδίο της οικονομίας. Ο στόχος ήταν να αποκατασταθεί ο καπιταλισμός μέσω της διείσδυσης των αγορών στην οικονομία της Κούβας. Ο Τραμπ, όπως φαίνεται, αποφάσισε να επιστρέψει στην πολιτική της ανοιχτής επιθετικότητας και μια σειρά από συγκεκριμένα μέτρα, που λήφθηκαν επί προεδρίας Τραμπ, αποδεικνύουν την πολιτική αυτή στροφή.

[Source]

Στις 17 Απριλίου, που συμπίπτει με την επέτειο της εισβολής στον Κόλπο των Χοίρων, ο Αμερικανός Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, Τζον Μπόλτον, ανακοίνωσε την απόφαση περιορισμού των εμβασμάτων στην Κούβα σε 1.000 δολάρια ανά άτομο μία φορά κάθε τρεις μήνες, σε αντίθεση με την προηγούμενη κατάσταση, στην οποία δεν υπήρχαν όρια. Ο Μπόλτον ανακοίνωσε επίσης έναν περιορισμό στις μετακινήσεις προς την Κούβα. Τα μέτρα αυτά έχουν τη δυναμική να επηρεάσουν σοβαρά την εύθραυστη οικονομία της Κούβας. Αφενός, τα εμβάσματα αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό και αυξανόμενο κομμάτι της οικονομίας της Κούβας. Αφετέρου, εκατοντάδες χιλιάδες Αμερικανοί, διοργανώνοντας κρουαζιέρες, έχουν ταξιδέψει στην Κούβα τα τελευταία χρόνια, εκμεταλλευόμενοι την αλλαγή της κουβανικής πολιτικής που αφορά την έκδοση βίζας. Οι τελευταίοι αποτελούσαν πηγή συναλλάγματος, που ενίσχυε σημαντικά τη «νοσούσα» κουβανική οικονομία.

Τέλος, ίσως το πιο αποτελεσματικό μέτρο ήταν η άρση του Άρθρου ΙΙΙ του νόμου Χελμς-Μπάρτον, η οποία έχει προγραμματιστεί να ισχύσει από τις 2 Μαΐου. Θυμηθείτε ότι ο νόμος Χελμς-Μπάρτον, που ξεκίνησε από τους αντιπροσώπους των Ρεπουμπλικάνων, δίνοντάς του το όνομά τους, τέθηκε σε ισχύ από τον Μπιλ Κλίντον το 1996 και αποτελεί βασικό στοιχείο της πολιτικής του αμερικανικού εμπάργκο ενάντια στην Κουβανική Επανάσταση. Ο νόμος δίνει τη δυνατότητα καταγγελίας στα αμερικανικά δικαστήρια από εταιρείες τρίτων χωρών που λειτουργούν στην Κούβα και εμπορεύματα ή περιουσιακά τους στοιχεία έχουν κατασχεθεί από την Κουβανική Επανάσταση. Ωστόσο, οι καταγγελίες και οι διαμαρτυρίες των ευρωπαϊκών χωρών και του Καναδά, που θα επηρεαστούν περισσότερο απ’ αυτό, οδήγησαν τις ΗΠΑ να αναστείλουν την εφαρμογή της συγκεκριμένης πρότασης του Άρθρου III του νόμου, μια αναστολή που ανανεώνεται τακτικά για περισσότερα από 20 χρόνια.

Ιμπεριαλιστική επιθετικότητα

Όχι μόνο το άρθρο ΙΙΙ, αλλά και ο νόμος Helms-Burton ως σύνολο, αποτελεί σκανδαλώδη εκδήλωση της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας, που παραβιάζει επίσης το ίδιο διεθνές νομικό σύστημα που οι ΗΠΑ ισχυρίζονται ότι σέβονται, συμπεριλαμβανομένης της αρχής της εξω-εδαφικότητας. Αυτό σημαίνει τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής σε μια χώρα (ΗΠΑ) κατά επιχειρήσεων που εδρεύουν σε μια δεύτερη χώρα (οποιασδήποτε) για δραστηριότητες που πραγματοποιούνται σε μια τρίτη (Κούβα). Παρ’ όλο που η ΕΕ, ο Καναδάς και άλλες χώρες, που θα επηρεαστούν από αυτό το μέτρο, έχουν ήδη διαμαρτυρηθεί έντονα και απειλούν να προβούν σε αντίποινα, είναι σαφές ότι η απόφαση να τεθεί σε ισχύ το Άρθρο ΙΙΙ θα έχει σημαντικές επιπτώσεις όχι μόνο στις επενδυτικές αποφάσεις των εταιρειών που λειτουργούν επί του παρόντος στην Κούβα, αλλά και στις μελλοντικές επενδυτικές αποφάσεις νέων εταιρειών.

Η πολιτική των απειλών, τα συγκεκριμένα μέτρα και η ανατροπή των μέτρων που έλαβε η κυβέρνηση Ομπάμα αποτελούν επίσης μέρος της επίθεσης του Τραμπ κατά της κυβέρνησης Μαδούρο και της Μπολιβαριανής Επανάστασης. Η πολιτική της Ουάσιγκτον φαίνεται να καθοδηγείται αποφασιστικά από έναν συνασπισμό αξιωματούχων που συνδέεται με τους αντεπαναστάτες Κουβανούς εξόριστους στο Μαϊάμι και τους πολιτικούς τους φορείς, κυρίως στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και Βετεράνους του Ψυχρού Πολέμου, πολλοί από τους οποίους εμπλέκονταν στον «Βρώμικο Πόλεμο» του Ρήγκαν στην Κεντρική Αμερική, τη δεκαετία του 1980. Μεταξύ αυτών, μπορείτε να βρείτε πρόσωπα όπως ο Έλιοτ Άμπρας, ο Τζον Μπόλτον, ο Μάικ Πομπέο και ο Μάρκο Ρούμπιο. Ο Τραμπ χρειάζεται τη στήριξη αυτού του σημαντικού τμήματος των Ρεπουμπλικάνων κατά τη διάρκεια των εκλογών του 2020.

Μετά την ανάληψη του προεδρικού αξιώματος από τον Ντόναλντ Τραμπ, η θέση της Ουάσιγκτον για την Κουβανική Επανάσταση γίνεται ολοένα και πιο πολεμική, κατευθυνόμενη από πολεμοχαρείς φιγούρες όπως ο Πομπέο, ο Μπόλτον και ο Ρούμπιο.

Εκτός από τα μέτρα αυτά, στις 30 Απριλίου, εν μέσω μιας άλλης απόπειρας πραξικοπήματος του Χουάν Γκουαϊδό στη Βενεζουέλα, ο Πρόεδρος Τραμπ απείλησε ότι «ένα πλήρως ολοκληρωμένο εμπάργκο, μαζί με κυρώσεις υψηλότατου επιπέδου, θα εφαρμοστούν στο νησί της Κούβας». Αυτές οι απειλές δεν είναι ματαιόδοξες, πρέπει να ληφθούν πολύ σοβαρά υπόψη.

Από την κατάρρευση του σταλινισμού στη Σοβιετική Ένωση, η οικονομία της Κούβας βρίσκεται στο έλεος των παγκόσμιων αγορών, στις οποίες έχει εισαχθεί με εξαιρετικά άνισο και δυσμενή τρόπο. Η περίοδος μετά την πτώση της ΕΣΣΔ ήταν μια εξαντλητική δοκιμασία για την Κουβανική Επανάσταση. Η αντίστασή της ήταν ένα σημάδι ότι, παρ’ όλες αυτές τις δυσκολίες, η επανάσταση ήταν ακόμα ζωντανή και διατηρούσε βαθιές ρίζες λαϊκής υποστήριξης. Αυτό βασίστηκε στις κατακτήσεις της επανάστασης, συμπεριλαμβανομένης της καθολικής υγειονομικής περίθαλψης και της παιδείας, που απορρέουν από την εθνικοποιημένη ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.

Η ακραία κατάσταση της οικονομικής κατάρρευσης, κατά την περίοδο αυτή, ξεπεράστηκε τελικά με μια σειρά μέτρων, τα οποία προωθούν το άνοιγμα της οικονομίας στις αγορές και προσελκύουν ξένες επενδύσεις, ιδίως στον τουριστικό κλάδο. Η Κούβα πρέπει να αποκτήσει συνάλλαγμα από την παγκόσμια αγορά, το οποίο κερδίζει από τα εμβάσματα, την εξαγωγή νικελίου και ιατρικών υπηρεσιών και τον τουρισμό, για να μπορεί να εισάγει αγαθά, που δεν είναι σε θέση να παράγει στο ίδιο το νησί. Προφανώς, ο οικονομικός αποκλεισμός των ΗΠΑ καθιστά όλη αυτή την προσπάθεια πιο δαπανηρή και επαχθή.

Για μια χρονική περίοδο, η ανάπτυξη της Μπολιβαριανής Επανάστασης λειτούργησε σωτήρια για την Κουβανική Επανάσταση, από πολιτική και οικονομική άποψη. Το εμπόριο με τη Βενεζουέλα ήταν πολύ ευνοϊκό για την Κούβα, η οποία απέκτησε πετρέλαιο σε επιδοτούμενες τιμές και πρόσφερε ιατρικές υπηρεσίες ως αντάλλαγμα.

Η βελτίωση των σχέσεων με τις ΗΠΑ, που ακολούθησε μετά τις συμφωνίες με τον Ομπάμα στα τέλη του 2014, έδωσε τη δυνατότητα στην Κούβα να σκεφτεί σοβαρά τις μεγάλες ξένες επενδύσεις και αποτέλεσε έναυσμα για τον τερματισμό του ιμπεριαλιστικού οικονομικού αποκλεισμού.

Στο πλαίσιο αυτό, αυξήθηκε η πίεση για διεύρυνση του ρόλου των αγορών στην οικονομία. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η ιδέα ενός κινεζικού μοντέλου (ή ενός βιετναμέζικου μοντέλου, το οποίο στην πράξη είναι το ίδιο) κέρδισε οπαδούς σε όλα τα επίπεδα του κράτους και του κόμματος. Ωστόσο, οι παραχωρήσεις στις «αγορές» δημιουργούν τη δική τους δυναμική, η οποία είναι επικίνδυνη και συνοδεύεται από τη συσσώρευση ιδιωτικών κεφαλαίων και, στη συνέχεια, την πολιτική έκφραση εκείνων των τομέων που έχουν συσσωρεύσει το εν λόγω κεφάλαιο.

Στην Κίνα και το Βιετνάμ, το άνοιγμα στις «αγορές» οδήγησε σε γραφειοκρατικά καθεστώτα, βασισμένα στην κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και η σχεδιασμένη οικονομία τέθηκε στην υπηρεσία της αποκατάστασης του καπιταλισμού. Αν και είναι αλήθεια ότι οι χώρες αυτές έχουν ισχυρή οικονομική ανάπτυξη, αυτό βασίζεται στην υπερεκμετάλλευση της εργατικής τάξης, η οποία δεν έχει ούτε συνδικαλιστικές οργανώσεις ούτε πολιτικά δικαιώματα. Επιπλέον, συνοδεύεται από μια άνευ προηγουμένου πόλωση του πλούτου. Σήμερα, η κινεζική οικονομία έχει αρχίσει να φτάνει στα όρια της καπιταλιστικής ανάπτυξης, που αναπόφευκτα θα προκαλέσει έκρηξη της ταξικής πάλης.

Η γενική κατάσταση, που αντιμετωπίζει τώρα η Κουβανική Επανάσταση, είναι πολύ διαφορετική απ’ αυτή που αντιμετώπιζε πριν από πέντε χρονιά. Η οικονομική κρίση στη Βενεζουέλα προκάλεσε απότομη πτώση των ευνοϊκών εμπορικών σχέσεων με την Κούβα. Η αναγκαστική αποχώρηση των Κουβανών γιατρών από τη Βραζιλία, λόγω της νίκης του αντιδραστικού δημαγωγού Μπολσονάρο, επιδείνωσε επίσης την κατάσταση. Η νέα επίθεση του Προέδρου Τραμπ προστίθεται σ’ όλους αυτούς τους παράγοντες.

Σύνταγμα και παραχωρήσεις στην αγορά

Πρέπει να λάβουμε υπόψη αυτή τη γενική κατάσταση, που αντιμετωπίζει η Κούβα, κατά την ανάλυση της συζήτησης για το νέο κουβανικό Σύνταγμα, το οποίο εγκρίθηκε με περισσότερες από έξι εκατομμύρια ψήφους στις 24 Φεβρουαρίου, μετά από μια διαδικασία συζήτησης με τη συμμετοχή εκατομμυρίων ανθρώπων. Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να σημειωθεί ότι, αν και η διαδικασία συζήτησης ήταν ευρεία, στην πραγματικότητα η πρόταση εκπονήθηκε από μια «μικρή επιτροπή ανώτερων κρατικών αξιωματούχων … πίσω από κλειστές πόρτες», όπως εξήγησε ο Αριέλ Ντακάλ στο άρθρο του με τίτλο: «Πού πηγαίνουν οι λέξεις που παραλείπονται;».

Απ’ τη μια πλευρά, υπήρξε συζήτηση για το γάμο του ιδίου φύλου. Το αρχικό κείμενο του Συντάγματος του 2002 περιγράφει το γάμο ως την εθελοντική ένωση «μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας». Η αρχική πρόταση, που τέθηκε τον Ιούλιο του 2018 προς συζήτηση, άλλαξε τη διατύπωση σε «μεταξύ δύο ατόμων». Αυτό ήταν ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα σημεία. Όλες οι δυνάμεις της αντίδρασης, συντονισμένες μέσω διαφόρων εκκλησιών, ξεκίνησαν μια επίθεση για το θέμα αυτό, με σκοπό να κινητοποιήσουν την αντιπολίτευση, ώστε να ψηφίσει εναντίον του νέου Συντάγματος. Ήταν σαν πρόβα για το σχηματισμό μιας αστικής αντιπολίτευσης στο νησί. Αντιμέτωπη μ’ αυτή την επίθεση, η Συνέλευση Λαϊκής Εξουσίας τον Δεκέμβριο αποφάσισε επίσημη υποχώρηση, αλλάζοντας την προτεινόμενη διατύπωση προς το πιο αμφιλεγόμενο: «Ο γάμος είναι κοινωνικός και νομικός θεσμός», αφήνοντας το ερώτημα «από ποιους ακριβώς μπορεί να τελεστεί» για έναν μελλοντικό νόμο. Στην πραγματικότητα, επιτεύχθηκε ο θεμελιώδης στόχος: να εξαλειφθεί η περιοριστική περιγραφή του Συντάγματος του 2002 σχετικά με το γάμο. Αλλά μέρος της συζήτησης αναβλήθηκε ως παραχώρηση στις δυνάμεις της αντίδρασης, οι οποίες ήταν κατά του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών που καθορίζεται ρητά στο Σύνταγμα.

Η αρχική πρόταση του Συντάγματος περιείχε επίσης μια σειρά αλλαγών που, αν και μπορούν να χαρακτηριστούν ήσσονος σημασίας ή απλώς λεπτομέρειες, αντιπροσωπεύουν συνολικά μια σειρά παραχωρήσεων, που την απομακρύνουν από μια σαφή κομμουνιστική ή σοσιαλιστική αντίληψη.

Αναφέροντας μερικές από αυτές: το προοίμιο δε μιλούσε πλέον για το θέμα της επανάστασης («Εμείς, Κουβανοί πολίτες») εμπνευσμένοι «από εκείνους που προώθησαν, ενέταξαν και ανέπτυξαν τους πρώτους οργανισμούς εργατών και αγροτών, διέδωσαν σοσιαλιστικές ιδέες και ίδρυσαν τα πρώτα μαρξιστικά και μαρξιστικά-λενινιστικά κινήματα». Στο ίδιο προοίμιο, η δήλωση: «εμείς» είμαστε «αποφασισμένοι … με το Κομμουνιστικό Κόμμα επικεφαλής… με τον τελικό στόχο της οικοδόμησης κομμουνιστικής κοινωνίας» διαγράφηκε.

Η ακόλουθη δήλωση επίσης αφαιρέθηκε:

«[…] ότι τα καθεστώτα που υφίστανται και συντηρούνται μέσα από την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο συνιστούν την ταπείνωση του εκμεταλλευόμενου και την υποβάθμιση της ανθρώπινης κατάστασης των εκμεταλλευτών· ότι μόνο στον σοσιαλισμό και στον κομμουνισμό, όταν ο άνθρωπος έχει απελευθερωθεί από όλες τις μορφές εκμετάλλευσης: της υποδούλωσης, της υποτέλειας και του καπιταλισμού, ώστε ολόκληρη η ανθρωπότητα να αποκτήσει αξιοπρέπεια».

Αν και διατηρήθηκε η δήλωση ότι «ο σοσιαλισμός και το κοινωνικό, πολιτικό επαναστατικό σύστημα που θεσπίστηκε από αυτό το Σύνταγμα είναι αμετάκλητο», η φράση που ακολουθούσε «και η Κούβα ποτέ δε θα επιστρέψει στον καπιταλισμό» διαγράφηκε!
Στο άρθρο 5, σχετικά με το Κομμουνιστικό Κόμμα, «η προέλαση προς μια κομμουνιστική κοινωνία» διαγράφηκε από τους στόχους του κόμματος.

Η οικονομική βάση της Δημοκρατίας καθορίστηκε με το Σύνταγμα του 2002, έτσι:
«Στη Δημοκρατία της Κούβας, το οικονομικό σύστημα βασίζεται στη σοσιαλιστική ιδιοκτησία όλου του λαού πάνω στα θεμελιώδη μέσα παραγωγής και στην καταστολή της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από άνθρωπο».

Η πρόταση τροποποιήθηκε ως εξής:

«Στη Δημοκρατία της Κούβας, το οικονομικό σύστημα βασίζεται στη σοσιαλιστική ιδιοκτησία όλου του λαού πάνω στα θεμελιώδη μέσα παραγωγής, ως κύρια μορφή ιδιοκτησίας και την κατεύθυνση της σχεδιασμένης οικονομίας που εξετάζει και ρυθμίζει τις αγορές, ώστε να λειτουργούν προς το συμφέρον της κοινωνίας» (έμφαση του συντάκτη).
Όπως μπορεί να παρατηρηθεί, συγκρίνοντας τις 2 προτάσεις, προστέθηκαν στη νέα πρόταση «οι αγορές» και αποσύρθηκε η δήλωση σχετικά με την «καταστολή της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από άνθρωπο».

Επιπλέον, για πρώτη φορά, αναγνωρίστηκε η ιδιωτική ιδιοκτησία «πάνω σε συγκεκριμένα μέσα παραγωγής».

Όπως εξηγεί εξαιρετικά ο Αριέλ Ντακάλ στο προαναφερθέν άρθρο του, το ερώτημα δεν είναι το αν μια διατύπωση είναι καλύτερη ή χειρότερη από μια άλλη, αλλά ο λόγος για την αφαίρεση μιας σειράς πολύ τολμηρών και ριζοσπαστικών δηλώσεων που ήταν στα Συντάγματα του 1976, του 1992 και του 2002. Συμπεριλαμβανομένης, για παράδειγμα, της επιβεβαίωσης ότι η Κούβα «δε θα επιστρέψει ποτέ στον καπιταλισμό», που εισήχθη στη συνταγματική μεταρρύθμιση του 2002 και εγκρίθηκε με δημοψήφισμα ως απάντηση στις προκλήσεις του Μπους εκείνη τη στιγμή. Δεν τίθεται επίσης το ερώτημα αν αυτές οι δηλώσεις του Συντάγματος αντιστοιχούσαν στην πραγματική πρακτική του κράτους. Το βασικό ερώτημα αφορά το γενικό νόημα πίσω από αυτές τις αλλαγές. Είναι σαφές ότι πρόκειται να μειωθεί το σοσιαλιστικό και κομμουνιστικό περιεχόμενο του Συντάγματος και να δοθεί αναγνώριση στην ιδιωτική ιδιοκτησία και στις αγορές. Δηλαδή, πρόκειται για μια σειρά τροποποιήσεων που προσπάθησαν να προσαρμόσουν τον συνταγματικό νομικό κανόνα στην πραγματικότητα των παραχωρήσεων που έχουν ήδη γίνει στις αγορές. Σίγουρα, μεταξύ των υποστηρικτών του «κινεζικού (ή βιετναμέζικου) μοντέλου», οι τροποποιήσεις ήταν επίσης μια προσπάθεια να δοθεί μεγαλύτερη νομική ασφάλεια στον ιδιωτικό τομέα και στους πιθανούς ξένους επενδυτές.

Οι μάζες υποστηρίζουν την επανάσταση

Ωστόσο, το πιο ενδιαφέρον ήταν ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου της συζήτησης, υπήρξε έντονη κριτική για πολλές απ’ αυτές τις προτάσεις και έντονη αντίσταση από εκείνους τους κομμουνιστές αγωνιστές και τους εργαζομένους γενικά, οι οποίοι ορθά θεώρησαν ότι οι τροποποιήσεις αυτές αποτελούσαν εμπόδιο και απειλή για την Κουβανική Επανάσταση.
Η αντίσταση οδήγησε τελικά την Επιτροπή, τον Δεκέμβριο, να αποσύρει πολλές απ’ αυτές τις αλλαγές στο τελικό κείμενο που τέθηκε σε ψηφοφορία. Για παράδειγμα:

«Αυτοί που προώθησαν, ολοκλήρωσαν και ανέπτυξαν τις πρώτες οργανώσεις εργατών, αγροτών και φοιτητών, διέδωσαν σοσιαλιστικές ιδέες και ίδρυσαν τα πρώτα επαναστατικά, μαρξιστικά και λενινιστικά, κινήματα», επανεμφανίζονται στην εισαγωγή του Συντάγματος.
Το απόσπασμα: «ότι η Κούβα δε θα επιστρέψει ποτέ στον καπιταλισμό, ως καθεστώς που βασίζεται στην εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο, και ότι μόνο στο σοσιαλισμό και στον κομμουνισμό ο άνθρωπος θα επιτύχει την αξιοπρέπειά του» επανεμφανίστηκε επίσης στην τελική έκδοση.

Μεταξύ των στόχων του Κομμουνιστικού Κόμματος, επαναφέρεται η «προέλαση προς μια κομμουνιστική κοινωνία».

Άλλες σημαντικές πτυχές, όσον αφορά την ιδιωτική ιδιοκτησία και το ρόλο των αγορών στην οικονομία, διατηρήθηκαν σύμφωνα με την αρχική πρόταση. Ωστόσο, οι τροποποιήσεις που έγιναν στο αρχικό σχέδιο είναι σημαντικές και αντικατοπτρίζουν την αντίσταση που προκαλείται από τις παραχωρήσεις στις αγορές και στις προσπάθειες μείωσης του κομμουνιστικού χαρακτήρα του κειμένου.

Τέλος, φυσικά, ένα συνταγματικό κείμενο είναι πραγματικά ήσσονος σημασίας. Πολλά συντάγματα από όλο τον κόσμο είναι γεμάτα καλές προθέσεις και μεγαλοπρεπείς δηλώσεις, που στην πραγματικότητα δεν έχουν πραγματοποιηθεί ποτέ. Αυτό που είναι σημαντικό και που πρέπει να σημειωθεί εδώ είναι το περιεχόμενο της συζήτησης, που ήταν μεταξύ εκείνων που επιθυμούσαν να επιταχύνουν την πορεία προς έναν πιο διακεκριμένο ρόλο των αγορών (και, τελικά, την παλινόρθωση του καπιταλισμού) και εκείνων που της αντιτίθενται.

Αυτή είναι μια ζωτικής σημασίας συζήτηση για το μέλλον της Κουβανικής Επανάστασης. Η όλη εμπειρία από το 1956 έως το 1962 καταδεικνύει ότι δεν είναι δυνατή η οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μια χώρα (και αυτή επίσης ήταν η εμπειρία της Σοβιετικής Ένωσης). Αντιμετωπίζοντας την αυξανόμενη απειλή του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, η Κουβανική Επανάσταση πρέπει να ενισχυθεί μέσω μιας εμπεριστατωμένης συζήτησης για το τι σημαίνει σοσιαλισμός και πώς να τον οικοδομήσουμε. Η σχεδιασμένη οικονομία δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς το οξυγόνο της ενεργού και δημοκρατικής συμμετοχής της εργατικής τάξης και δεν είναι βιώσιμη χωρίς την υποστήριξη της διεθνούς επανάστασης.

Πρέπει να επιστρέψουμε στις διδασκαλίες του Λένιν και του Τρότσκι. Ένα εργατικό κράτος, όπως περιέγραψε ο Λένιν στο κλασικό του κείμενο, «Κράτος και Επανάσταση», δεν είναι παρά ένα οιονεί κράτος που αρχίζει αμέσως να διαλύεται, καθώς αντιπροσωπεύει τη δικτατορία της πλειονότητας πάνω στη μειονότητα. Έτσι, ο Λένιν πρότεινε μια σειρά από βασικούς κανόνες εμπνευσμένους από τα διδάγματα της Παρισινής Κομμούνας: την εκλογή και την ανάκληση όλων των δημόσιων αξιωματούχων, ότι κανένας δημόσιος αξιωματούχος δεν πρέπει να έχει υψηλότερο μισθό από εκείνο ενός ειδικευμένου εργάτη, ο τακτικός στρατός πρέπει να αντικατασταθεί από τον οπλισμένο λαό κλπ.

Το απαραίτητο συμπλήρωμα ήταν μια συνειδητή πολιτική για την επέκταση της σοσιαλιστικής επανάστασης, ιδιαίτερα στις πιο προηγμένες καπιταλιστικές χώρες. Μόνο έτσι θα μπορούσε να αποφευχθεί η παραχάραξη της επανάστασης μέσω της γραφειοκρατίας, η οποία αναπόφευκτα προκύπτει όταν οι πόροι δεν επαρκούν.

Η διαδικασία των παραχωρήσεων στις αγορές έχει ήδη οδηγήσει σε μια αυξανόμενη κοινωνική ανισότητα στην Κούβα: την αρχή της πόλωσης του πλούτου. Αυτό, αργά ή γρήγορα, θα έχει πολιτική έκφραση. Πράγματι, έχει ήδη εκφραστεί, όπως είδαμε στη συζήτηση γύρω από το Σύνταγμα.

Τα οφέλη της επανάστασης, που δίνουν τη δύναμη και την ικανότητά για αντίσταση, βασίζονται στην κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής – στην κατάργηση του καπιταλισμού – και θα ήταν αδύνατο να διατηρηθούν υπό καθεστώς ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Ο μόνος τρόπος να συνεχιστεί αποτελεσματικά ο αγώνας για την υπεράσπιση των κατακτήσεων της επανάστασης είναι μέσω του εργατικού ελέγχου, της καταπολέμησης της γραφειοκρατίας και της προοπτικής του διεθνούς σοσιαλισμού.