Βραζιλία: Γιατί νίκησε ο ακροδεξιός Μπολσονάρο;

Ο Μπολσονάρο κέρδισε το δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών της Βραζιλίας με το 55% των ψήφων, νικώντας το εργατικό κόμμα (PT), ο υποψήφιος του οποίου έλαβε 45 %. Αυτό το αποτέλεσμα είναι ένα σημαντικό πισωγύρισμα για την εργατική τάξη και τους φτωχούς της Βραζιλίας. Πρέπει να κατανοήσουμε τι σημαίνει αυτό το αποτέλεσμα, τι οδήγησε σε αυτή την κατάσταση και ποια στρατηγική πρέπει να ακολουθήσει το εργατικό κίνημα για να αντιμετωπίσει αυτή την αντιδραστική κυβέρνηση.

[Source]

Ο δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών ήταν εξαιρετικά πολωμένος. Υπήρξε μια κινητοποίηση από τα κάτω από την πλευρά της Αριστεράς, σε μια προσπάθεια να σταματήσει η άνοδος του Μπολσονάρο και δεκάδες χιλιάδες κατέβηκαν σε μεγάλες συγκεντρώσεις στο Σάο Πάολο και άλλες πόλεις.

Σε μία πρόγευση του τι θα επακολουθήσει της ανόδου της νέας κυβέρνησης, η αστυνομία, μετά από τις διαταγές από το εκλογικό δικαστήριο, διεξήγαγε μια γενικευμένη εκστρατεία παρεμπόδισης εκδηλώσεων και κινητοποιήσεων «ενάντια στο φασισμό» σε πανεπιστήμια και συνδικάτα. Η αστυνομία κατάσχεσε αντιφασιστικά πανό από κολέγια και πανεπιστημιουπόλεις, ακόμα και περιοδικά συνδικάτων. Όλα αυτά έγιναν στο όνομα της «εκλογικής δικαιοσύνης», καθώς αυτές οι ενέργειες θεωρήθηκαν «εκλογική προπαγάνδα», που διεξάγεται εκτός των νόμιμων πλαισίων. Παίρνοντας θάρρος από τη ρητορική του Μπολσονάρο, υπήρξαν βίαιες επιθέσεις σε αριστερούς αγωνιστές από μικρές φασιστικές συμμορίες, συμπεριλαμβανομένης της δολοφονίας του δασκάλου καποέιρα Μόα ντο Κατεντέ.

Αυτές οι επιθέσεις πρέπει να απαντηθούν με αποφασιστικό τρόπο από την πλευρά του εργατικού κινήματος, συμπεριλαμβανομένης της οργάνωσης της περιφρούρησης των συνδικάτων και των φοιτητικών συλλόγων και της απόρριψης οποιασδήποτε μορφής λογοκρισίας ή περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης.

Βραζιλία υπό τον Μπολσονάρο: ένα φασιστικό καθεστώς;

Ωστόσο, αυτοί που σήμερα κλαψουρίζουν για την άνοδο του «φασισμού» που κέρδισε στη Βραζιλία κάνουν ένα σοβαρό λάθος. Ο φασισμός είναι ένα πολιτικό καθεστώς, που βασίζεται στην κινητοποίηση και την οργάνωση των οργισμένων μικροαστικών μαζών σε ένοπλες συμμορίες, με στόχο τη συντριβή των οργανώσεων της εργατικής τάξης. Ιστορικά, ο φασισμός ανήλθε στην εξουσία μετά από την συντριβή μεγάλων προλεταριακών επαναστάσεων.

Αυτό απέχει πολύ από την κατάσταση στη Βραζιλία σήμερα. Ο Μπολσονάρο δε βασίζεται σε ένοπλες φασιστικές συμμορίες. Υπάρχουν πράγματι φασιστικές ομάδες στη Βραζιλία, και όντως έχουν αποθρασυνθεί από τη νίκη του. Είναι επικίνδυνες και πρέπει να αντιμετωπιστούν με αποφασιστικότητα. Αλλά η βραζιλιάνικη εργατική τάξη δεν ηττήθηκε. Στην πραγματικότητα, δεν έχει αρχίσει ακόμα να κινείται με ένα σοβαρό τρόπο.

Ας θυμηθούμε ότι κλείνουμε δύο χρόνια από την εκλογή του Τραμπ στις ΗΠΑ. Εκείνη την εποχή, πολλοί φιλελεύθεροι σχολιαστές και κάποιοι στην Αριστερά μιλούσαν για τη νίκη του φασισμού στις ΗΠΑ. Ο Τραμπ είναι σίγουρα ένας αντιδραστικός πολιτικός και οι πολιτικές του αντιπροσωπεύουν μια επίθεση κατά των εργαζομένων, των γυναικών, των ομοφυλοφίλων, των μεταναστών, κλπ. Αλλά θα ήταν λάθος να περιγράψουμε την κατάσταση στις ΗΠΑ ως φασιστική δικτατορία. Στην πραγματικότητα, οι προσπάθειες των ρατσιστικών ομάδων στις ΗΠΑ να κατέβουν στους δρόμους στον απόηχο της εκλογής Τραμπ απαντήθηκε με μαζικές κινητοποιήσεις που υπερτερούσαν αριθμητικά σε συντριπτικό βαθμό. Υπήρξε μια σειρά από πολύ μαχητικές (και νικηφόρες) απεργίες των εκπαιδευτικών σε μια σειρά πολιτειών. Υπάρχει μεγαλύτερη πόλωση στην κοινωνία προς τα δεξιά, αλλά και προς τα αριστερά.

Αυτό που είναι πιθανό να δούμε στη Βραζιλία είναι η συνέχιση μιας διαδικασίας (που είχε ήδη ξεκινήσει πριν από τις εκλογές) ενίσχυσης βοναπαρτιστικών χαρακτηριστικών του κράτους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η φυλάκιση του Λούλα και η απαγόρευσή του να κατέβει στις εκλογές. Την ίδια στιγμή όμως, οι βάσεις για ένα βοναπαρτιστικό καθεστώς είναι ιδιαίτερα αδύναμες, σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής κρίσης και σοβαρής απαξίωσης όλων των παραδοσιακών κομμάτων της άρχουσας τάξης.

Πώς έγινε αυτό;

Φιλελεύθεροι σχολιαστές και κάποιοι στην Αριστερά κοιτάνε με αμηχανία αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα. Δεν μπορούν να το καταλάβουν πώς είναι δυνατόν ένας ακροδεξιός δημαγωγός να έχει εκλεγεί με δημοκρατικά μέσα. Πώς θα μπορούσαν εκατομμύρια άνθρωποι να ψηφίσουν κάποιον που ενστερνίζεται τέτοιες απεχθείς απόψεις με τόσο ωμό τρόπο;

Καταφεύγουν σε όλων των ειδών τις εξηγήσεις που δεν εξηγούν τίποτα, χρησιμοποιώντας κάθε είδους συνωμοσιολογικά σενάρια: ήταν το δίκτυο γύρω από την ευαγγελική εκκλησία ή τα ψέματα που διασπείρονταν μαζικά, μέσω της εφαρμογής WhatsApp. Αυτή η μέθοδος δε διαφέρει από τις εξηγήσεις των αστών, που «εξηγούν» τις απεργίες και τις επαναστάσεις ως αποτέλεσμα «κομμουνιστών δημαγωγών». Η προπαγάνδα δεν μπορεί να εξηγήσει το αποτέλεσμα. Το 1990, η αστική τάξη είχε διεξάγει μία γιγαντιαία εκστρατεία ενάντια στον Λούλα: «έναν απλό μεταλλεργάτη με καμία εμπειρία», «έναν κομμουνιστή», έναν άνθρωπο που «δεν έχει καν πτυχίο πανεπιστημίου». Αυτά ωστόσο δεν εμπόδισαν τον Λούλα να εκλεγεί με 61%.

Στη Βρετανία, έχουμε δει μια πρωτοφανή εκστρατεία ενάντια στον Κόρμπιν, στην οποία ολόκληρο το κατεστημένο εξαπολύει τις πιο αλλόκοτες και εξωφρενικές κατηγορίες εναντίον του (ότι είναι ο αντισημιτιστής, οπαδός της Χαμάς, ένας εραστής της τρομοκρατίας, μια μαριονέτα του Πούτιν κλπ). Τίποτα απ’ αυτά δεν είχε μεγάλη επίπτωση. Αντιθέτως, η υποστήριξη προς το πρόσωπό του έχει αυξηθεί μετά την ανακοίνωση του προγράμματος επανεθνικοποιήσεων, δωρεάν εκπαίδευσης, στέγασης κλπ.

Στην πραγματικότητα, η νίκη του Μπολσονάρο είναι προϊόν της παρατεταμένης κρίσης του Εργατικού Κόμματος (PT). Όταν ο Λούλα εξελέγη για πρώτη φορά το 2002, το έκανε με τη μορφή μιας συμμαχίας με τα αστικά κόμματα. Διόρισε τον Μερέγιες, τραπεζίτη που εδρεύει στις ΗΠΑ, ως Πρόεδρο της Κεντρικής Τράπεζας, σεβάστηκε τις συμφωνίες με το ΔΝΤ και ακολούθησε πολιτική δημοσιονομικής λιτότητας. Πραγματοποίησε επίσης μια αρχική αντιμεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος. Αυτό το κείμενο δεν προσφέρεται για έναν πλήρη απολογισμό της κυβέρνησής του, αλλά αξίζει να αναφέρουμε ότι δεν αντιπροσώπευε καμία θεμελιώδη πρόκληση στην εξουσία του ιμπεριαλισμού και της βραζιλιάνικης άρχουσας τάξης. Ωστόσο, ήταν σε θέση να επωφεληθεί από τη σχετική σταθερότητα που προέκυψε από μια περίοδο οικονομικής ανάπτυξης.

Όταν εξελέγη η Ντίλμα Ρούσεφ το 2010, η κατάσταση είχε ήδη αρχίσει να αλλάζει. Οι πολιτικές της ήταν παρόμοιες με εκείνες που είχε εφαρμόσει ο Λούλα, αλλά ένα βήμα προς τα δεξιά. Συνυποψήφιός της ήταν ο αστός πολιτικός, Μισέλ Τέμερ. Η Ντίλμα διόρισε τον αρχηγό των γαιοκτημόνων και μεγαλοκτηνοτρόφων ως υπουργό Γεωργίας και έναν αξιωματούχο του ΔΝΤ ως υπουργό Οικονομικών. Η κύρια διαφορά ήταν ότι αντιμετώπισε μια οικονομική κρίση και όχι μια οικονομική ανάπτυξη. Λόγω της επιβράδυνσης της κινεζικής οικονομίας, η βραζιλιάνικη οικονομία πέρασε μια σοβαρή ύφεση το 2014-16, από την οποία ακόμα δεν έχει ανακάμψει.

Ήδη το 2013, υπήρξαν μαζικές κινητοποιήσεις της νεολαίας κατά της αύξησης των τιμών των εισιτηρίων στα ΜΜΜ, οι οποίες αντιμετωπίστηκαν με βάναυση καταστολή από τους περιφερειακούς κυβερνήτες, οι οποίοι είχαν την πλήρη υποστήριξη από την εθνική κυβέρνηση. Οι «ημέρες του Ιούνη» του 2013 έδειξαν την εναντίωση ενάντια στο κατεστημένο όχι μόνο ενός μεγάλου μέρους της νεολαίας, αλλά και από μια σημαντική μερίδα της εργατικής τάξης.

Το PT, όντας στην εξουσία για πάνω από μια δεκαετία, θεωρήθηκε ως μέρος αυτού του κατεστημένου, ενάντια στο οποίο εξεγειρόταν η νεολαία. Αντί να αλλάξει τις πολιτικές της, η Ντίλμα ανακοίνωσε στη συνέχεια ένα πακέτο ιδιωτικοποιήσεων και μέτρων λιτότητας. Τις διαμαρτυρίες του 2013 ακολούθησαν μαζικές διαμαρτυρίες το 2014 κατά τη διάρκεια του Μουντιάλ, οι οποίες αντιμετωπίστηκαν με βάναυση καταστολή. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν αυτές οι διαμαρτυρίες, η κυβέρνηση της Ντίλμα εισήγαγε μια σειρά νόμων (για τις εγκληματικές οργανώσεις, την καταπολέμηση της τρομοκρατίας…) που περιόρισε σοβαρά το δικαίωμα στη διαμαρτυρία και στις διαδηλώσεις.

Η εκλογή και η καθαίρεση της Ντίλμα

Οι εκλογές του 2014 ήταν ένα σημείο καμπής σ’ αυτή τη διαδικασία. Η Ντίλμα κατάφερε να κερδίσει στο δεύτερο γύρο, κινητοποιώντας την εκλογική βάση του PT ενάντια στο δεξιό αστό υποψήφιο Νέβες. Ωστόσο, πρόδωσε τους ψηφοφόρους του κόμματος, εφαρμόζοντας τις πολιτικές που υποστήριζε ο Νέβες: λιτότητα, περικοπές, ιδιωτικοποιήσεις και επιθέσεις στα δικαιώματα των εργαζομένων.

Οι εκτιμήσεις για τη δημοτικότητά της, που ήταν πάνω από 60%, κατέρρευσαν το 2012-13 στο 8% σε 2015: το χαμηλότερο ποσοστό για οποιοδήποτε εν υπηρεσία Πρόεδρο από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Ήταν εκείνη την περίοδο που, αισθανόμενοι την αδυναμία της, οι αστικοί πολιτικοί στην κυβέρνησή της άρχισαν να κινούνται για να την απομακρύνουν από την εξουσία μέσω μίας πρότασης μομφής.

Στη συνέχεια, όταν είδαν τον κίνδυνο ο Λούλα να κατέβει ξανά υποψήφιος και να κερδίσει τις εκλογές (δεδομένου ότι πολλοί άνθρωποι τον θυμούνται ως τον πρόεδρο της οικονομικής ανάπτυξης και τον έχουν συνδέσει με τις ιστορικές, επαναστατικές παραδόσεις του PT) το δικαστικό σώμα παρενέβη με μια υπόθεση διαφθοράς εναντίον του. Κρίθηκε ένοχος, παρά το γεγονός ότι δεν παρουσιάστηκε καμία πραγματική απόδειξη για το έγκλημα, για το οποίο κατηγορήθηκε. Στη συνέχεια, πήγαν ακόμα μακρύτερα από τα όρια της ίδιας τους της νομιμότητας, απαγορεύοντάς του να κατέβει υποψήφιος. Ακόμη και τότε όμως, όταν ο Λούλα ήταν πρώτος στις δημοσκοπήσεις, οι περισσότεροι δήλωναν ότι δε θα ψήφιζαν κανέναν, δείχνοντας μία ευρεία απόρριψη του συνόλου του πολιτικού συστήματος.

Μπορεί να ειπωθεί, ως εκ τούτου, ότι οι πολιτικές των κυβερνήσεων PT στην εξουσία – οι οποίες στηρίζονταν στις ψήφους της εργατικής τάξης, για να ακολουθήσουν πολιτικές λιτότητας – έχει απαξιώσει το κόμμα στα μάτια της εργατικής τάξης και άνοιξε το δρόμο για τη νίκη του Μπολσονάρο.

Όταν η αντιδημοφιλής κυβέρνηση Τέμερ συνέχισε και ενέτεινε τις επιθέσεις στην εργατική τάξη, πραγματοποιήθηκαν γιγάντιες συγκεντρώσεις με το σύνθημα «Έξω ο Τέμερ» και μια γενική απεργία τον Απρίλιο του 2017. Οι Βραζιλιάνοι εργαζόμενοι και η νεολαία έδειξαν την ετοιμότητά τους να αγωνιστούν, αλλά οι ηγέτες τους δεν έδωσαν καμία κατεύθυνση σ’ αυτό τον αγώνα και όλες οι δυνατότητες για μια επιτυχημένη αντεπίθεση κατέρρευσαν.

Η έξυπνη καμπάνια του Μπολσονάρο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στα δίκτυα της Ευαγγελικής Εκκλησίας δε θα μπορούσαν να είχαν αντίκτυπο, χωρίς την καταστροφική πολιτική των ηγεσιών του PT που αποτελεί το ιστορικό εργατικό κόμμα της Βραζιλίας.

Υπήρχαν, φυσικά, άλλοι παράγοντες: όπως η τρομακτική οικονομική κρίση στη Βενεζουέλα (σε τελευταία ανάλυση, αποτέλεσμα της απόπειρας ρύθμισης του καπιταλισμού), η οποία χρησιμοποιήθηκε αποτελεσματικά κατά του PT.

«Υπεράσπιση της Δημοκρατίας»;

Η πολιτική και η στρατηγική του Χαντάντ στο δεύτερο γύρο ήταν αυτοκτονική. Ενώ ο Μπολσονάρο υποσχέθηκε παροχές στα φτωχότερα στρώματα που στήριξαν στον πρώτο γύρο το PT, ο Χανταντ στράφηκε στα δεξιά, σε μία μάταιη προσπάθεια να κερδίσει έδαφος στο λεγόμενο Κέντρο.

Αντιμέτωπος με ένα «αουτσάιντερ ενάντια στο κατεστημένο», όπως παρουσιαζόταν ο Μπολσονάρο, ο Χαντάντ πίστεψε ότι μπορεί να κερδίσει με το να γίνει ο υποψήφιος του κατεστημένου! Παρουσιάστηκε ως ο υποψήφιος της Δημοκρατίας, καλώντας στην ενότητα όλων των δημοκρατών.

Ο μόνος τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να ανακτήσει το χαμένο έδαφος θα ήταν να αποκηρύξει το οικονομικό πρόγραμμα του Μπολσονάρο (ιδιωτικοποιήσεις, περικοπές σε συντάξεις κλπ) και να προβάλει ένα πρόγραμμα υπεράσπισης των εργατικών δικαιωμάτων σε μία σαφή αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Αντί γι’ αυτό, είχαμε αφηρημένες εκκλήσεις για την υπεράσπιση της Δημοκρατίας, το διάλογο και την «ενίσχυση του Συντάγματος».

Υπήρξε ήδη ένα πολύ υψηλό επίπεδο αποχής στον πρώτο γύρο: 20,3% σε μια χώρα, όπου η ψηφοφορία είναι υποχρεωτική, η υψηλότερη από 1998. Στο δεύτερο γύρο, ήταν ακόμη υψηλότερο, 21,3% (31.000.000), με ένα επιπλέον 9,5% (11.000.000) άκυρα ή λευκά, το οποίο δείχνει ότι ένα σημαντικό στρώμα του εκλογικού σώματος απορρίπτει το Μπολσονάρο, αλλά δεν ήταν διατεθειμένο να ψηφίσει κανέναν άλλο.

Οι οικονομικές πολιτικές του Μπολσονάρο

Οι αστοί αναλυτές ζητωκραυγάζουν για τη νίκη του Μπολσονάρο και τον ενθαρρύνουν να πραγματοποιήσει το εκλογικό του πρόγραμμα των μαζικών ιδιωτικοποιήσεων και της γενικευμένης αντιμεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος.

«Οι αγορές έχουν ανταποκριθεί ευνοϊκά, έχοντας την πεποίθηση ότι ο κ. Μπολσονάρο θα εκπληρώσει τις υποσχέσεις του για την οικονομική μεταρρύθμιση, ιδιαίτερα μια αναθεώρηση του δαπανηρού συνταξιοδοτικού συστήματος της Βραζιλίας και τις ιδιωτικοποιήσεις των κρατικών επιχειρήσεών της», γράφουν οι Financial Times σήμερα. Στη συνέχεια παραθέτουν ένα απόσπασμα από την Goldman Sachs:

«Τελικά η κυβέρνηση αντιμετωπίζει την πρόκληση, μέσω ενός συνδυασμού πειθαρχημένων πολιτικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, να επιταχύνει τη δημοσιονομική προσαρμογή και να ενισχύσει την επιχειρηματικότητα, για να απελευθερώσει τελικά τις σημαντικές παγιδευμένες δυνατότητες της οικονομίας».

Η άρχουσα τάξη κρίνει οποιαδήποτε κυβέρνηση σύμφωνα με έναν απλό κανόνα: πόσο καλά εξυπηρετεί τα ταξικά της συμφέροντα.

Ένα βασικό σημείο καμπής θα έρθει, όταν ο Μπολσονάρο επιχειρήσει να εφαρμόσει το πρόγραμμά του και βρεθεί αντιμέτωπος με την οργανωμένη αντίσταση της εργατικής τάξης, η οποία δεν έχει ηττηθεί. Όπως και με την κυβέρνηση Μάκρι στην Αργεντινή, ο Μπολσονάρο θα βρεθεί αντιμέτωπος με μαζικές κινητοποιήσεις και γενικές απεργίες ενάντια στις οικονομικές του πολιτικές. Επιπρόσθετα, η θέση του δεν είναι τόσο ισχυρή όσο φαίνεται, καθώς πρέπει να περάσει τις πολιτικές του μέσω ενός εξαιρετικά κατακερματισμένου Κοινοβουλίου, όπου θα πρέπει να κάνει συμφωνίες με 30 διαφορετικά κόμματα.

Το καθήκον τώρα δεν είναι να ενδώσει κανείς στην απελπισία, αλλά μάλλον να προετοιμαστεί για τις μάχες που βρίσκονται μπροστά μας. Αυτό που απαιτείται, κατ’ αρχάς, είναι μια σαφής κατανόηση του πώς φτάσαμε σε αυτό το σημείο, έτσι ώστε το εργατικό κίνημα να στηριχθεί σε ισχυρά θεμέλια, για να περάσει στην αντεπίθεση.

Υπάρχουν επίσης γενικότερα διδάγματα, που πρέπει να αντληθούν από την εμπειρία της Βραζιλίας. Οι αριστερές κυβερνήσεις που υλοποιούν δεξιές πολιτικές θα προετοιμάσουν το έδαφος για τη νίκη της αντίδρασης. Είναι αδύνατο να πολεμήσεις την ακροδεξιά, υπερασπίζοντας το ίδιο το σάπιο καπιταλιστικό σύστημα που τη γέννησε.