To 2014 και τα «φαντάσματα» του 1914

Διαβάστε μια εξαιρετική ανάλυση του Άλαν Γουντς για την παγκόσμια κατάσταση και τις πολιτικές προοπτικές στη χρονιά που ήδη διανύουμε.

Καθώς ξημερώνει το νέο έτος, ξυπνάνε οι μνήμες μιας άλλης Πρωτοχρονιάς, ακριβώς πριν από έναν αιώνα: της αυγής του 1914, όταν σε μία κατάσταση που έμοιαζε με εφιάλτη, εκατομμύρια άνθρωποι παρασύρονταν στην άβυσσο.

Εκείνη την Πρωτοχρονιά, λίγοι άνθρωποι φαντάζονταν τι επρόκειτο να συμβεί. Είχαν περάσει 100 χρόνια από τη μάχη του Βατερλό και η μνήμη του πολέμου είχε ξεθωριάσει, τουλάχιστον στη Βρετανία. Ο πόλεμος στη Νότια Αφρική δεν ήταν παρά μια απλή αψιμαχία και επιπλέον, είχε καταλήξει σε νίκη. Η Αυτοκρατορία που ο ήλιος ποτέ δεν έδυε από πάνω της, έδειχνε βέβαιη για την παγκόσμια υπεροχή της.

Στην απέναντι πλευρά της Μάγχης, είναι αλήθεια, τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς τα ίδια. Οι αναμνήσεις από τον γαλλο-πρωσικό πόλεμο και τη γερμανική κατοχή της Αλσατίας και της Λωρραίνης, ακόμα ήταν νωπές. Το Γενικό Επιτελείο ζητούσε εκδίκηση, αλλά στους δρόμους της Μονμάρτης τα καφέ ήταν πολυσύχναστα και ο πόλεμος δεν φαινόταν να είναι μια άμεση προοπτική.

Για το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα, η Βίβλος της αστικής τάξης ήταν ο Φιλελευθερισμός, η πολιτική έκφραση της βαθιάς πεποίθησης ότι η ανάπτυξη του καπιταλισμού αποτελούσε εγγύηση για την ανθρώπινη πρόοδο. Οι περισσότερες από τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης είχαν περάσει μια περίοδο οικονομικής ευημερίας που φάνταζε ότι θα διαρκούσε για πάντα. Η νέα τεχνολογία – το τηλέφωνο, το ατμόπλοιο, οι σιδηρόδρομοι - είχε παίξει τότε ένα ρόλο πολύ πιο επαναστατικό στο να φέρει τον κόσμο πιο κοντά, από ό, τι έχει παίξει το Διαδίκτυο στη δική μας εποχή.

Η ειρήνη και η ευημερία θεωρούνταν ο κανόνας: «το σήμερα θα είναι καλύτερο από το χθες και το αύριο καλύτερο από το σήμερα». Πολλοί πίστευαν ότι οι ευρωπαϊκές οικονομίες ήταν τόσο συνδεδεμένες μεταξύ τους, που ο πόλεμος ήταν αδύνατος. Η ραγδαία ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας ήταν απόδειξη της σταθερής πορείας προόδου και αδιάψευστη εγγύηση της ανωτερότητας του Δυτικού πολιτισμού. Ωστόσο, τον Αύγουστο του 1914 αυτό το υπέροχο όνειρο μετατράπηκε σε τρομερό εφιάλτη. Η λογική έγινε παραλογισμός. Η Ευρώπη και ολόκληρος ο κόσμος βυθίστηκαν σε ένα μακάβριο χορό θανάτου.

Τα αίτια του πολέμου

Το συμπέρασμα, που συχνά εξάγεται, είναι ότι οι πόλεμοι και οι συγκρούσεις είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της φυσικής επιθετικότητας του ανθρώπινου είδους. Στην πραγματικότητα, αυτό είναι μια «εξήγηση» που δεν εξηγεί τίποτα. Αν οι άνθρωποι είναι εκ φύσεως επιθετικοί, γιατί δεν είμαστε πάντα σε εμπόλεμη κατάσταση; Γιατί η κοινωνία δεν καταρρέει βίαια;

Στην πραγματικότητα τα περιοδικά ξεσπάσματα πολέμων αποτελούν την έκφραση των εντάσεων που συσσωρεύονται σε μία ταξική κοινωνία. Αυτές οι εντάσεις μπορούν να φτάσουν σε ένα κρίσιμο σημείο, στο οποίο οι αντιθέσεις μπορούν να επιλυθούν μόνο με βίαια μέσα. Αυτή η ιδέα έχει ήδη εκφραστεί από τον Κλαούζεβιτς στη γνωστή του ρήση: «Ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα». Προκειμένου να εξηγήσουμε τα αίτια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η επιστημονική μέθοδος της μαρξιστικής ανάλυσης είναι απαραίτητη.

Σε τελική ανάλυση, ο πόλεμος ήταν το προϊόν της καθυστέρησης της ανάπτυξης του γερμανικού καπιταλισμού, που ήρθε στο προσκήνιο μετά τη Βρετανία και την Γαλλία. Αυτό δημιούργησε νέες και αφόρητες αντιφάσεις. Η Γερμανία βρέθηκε περικυκλωμένη και στραγγαλισμένη από τους ισχυρούς αντιπάλους της, οι οποίοι απολάμβαναν το πλεονέκτημα να έχουν μία αυτοκρατορία. Έχοντας κερδίσει μια εύκολη νίκη επί της Γαλλίας το 1871, η άρχουσα κλίκα στο Βερολίνο έψαχνε μια δικαιολογία για έναν πόλεμο που θα της επέτρεπε να κυριαρχήσει στην Ευρώπη και να προσαρτήσει εδάφη, αγορές και αποικίες.

Μήπως αυτό σημαίνει ότι η Γερμανία ήταν υπεύθυνη για τον πόλεμο; Η ιδέα ότι μπορεί κανείς να ρίξει το φταίξιμο για το ξέσπασμα ενός πολέμου σε ένα συγκεκριμένο έθνος είναι ψεύτικη και επιφανειακή, όπως ακριβώς ψεύτικη και επιφανειακή είναι η απόδοση ευθυνών στη βάση του «ποιος πυροβόλησε πρώτος». Ο γερμανικός στρατός εισέβαλε στο Βέλγιο, και αυτό ήταν αναμφίβολα μια τρομακτική εμπειρία για τους Βέλγους. Αλλά πολύ πιο τρομερή ήταν η δυστυχία εκατομμυρίων αποικιακών σκλάβων στο Κονγκό, το οποίο ήταν υπό την κυριαρχία του «δύστυχου-μικρού Βελγίου».

Οι Γάλλοι ιμπεριαλιστές ήθελαν να επανακτήσουν την Αλσατία και τη Λωρραίνη, που κατακτήθηκαν από τη Γερμανία το 1871. Αλλά ήθελαν επίσης να καταλάβουν και την Ρηνανία για να υποβάλλουν το γερμανικό λαό στην καταπίεση και τη λεηλασία που αργότερα είδαμε να πραγματοποιείται με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Οι Βρετανοί ιμπεριαλιστές διεξήγαγαν έναν «αμυντικό πόλεμο», δηλαδή έναν πόλεμο για την υπεράσπιση της προνομιακής τους θέσης, ως η κυρίαρχη ιμπεριαλιστική ληστρική δύναμη στον κόσμο, κρατώντας αμέτρητα εκατομμύρια Ινδών και Αφρικανών στην αποικιακή σκλαβιά. Οι ίδιοι κυνικοί υπολογισμοί μπορούν να γίνουν για κάθε εμπόλεμο έθνος, από το μεγαλύτερο έως το μικρότερο.

Κοιτάζοντας στο παρελθόν, με τη σοφία της ύστερης γνώσης, δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε τους λόγους για την καταστροφή του 1914. Υπήρχαν και πολλοί άλλοι παράγοντες, όπως η αντιπαράθεση μεταξύ Ρωσίας και Αυστροουγγαρίας για την κυριαρχία στα Βαλκάνια και οι φιλοδοξίες του Τσαρισμού να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη από τα παραλυμένα χέρια της ετοιμοθάνατης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η αιματηρή βαρβαρότητα των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-13 ήταν μια προειδοποίηση και σε πολλές περιπτώσεις οι Μεγάλες Δυνάμεις ήρθαν σε σύγκρουση πριν από το 1914.

Ωστόσο παρά τις ανησυχητικές ενδείξεις, πολλοί άνθρωποι πίστεψαν ότι ο πόλεμος θα μπορούσε να αποφευχθεί. Η Βρετανία και η Γερμανία ήταν οι μεγαλύτεροι εμπορικοί εταίροι μετά τις ΗΠΑ. Ήταν λοιπόν βέβαιο ότι δε θα πολεμούσαν μεταξύ τους. Ακόμα και τώρα, 100 χρόνια αργότερα, κάποιοι καταρτισμένοι ακαδημαϊκοί υποστηρίζουν ότι ο Μεγάλος Πόλεμος δεν ήταν καθόλου απαραίτητος, ότι μια διπλωματική λύση θα μπορούσε να βρεθεί και ότι η ανθρωπότητα θα μπορούσε να αποφύγει μια μεγάλη περιττή ταλαιπωρία.

Εκατό χρόνια μετά τη Μεγάλη Σφαγή, είναι σύνηθες, όχι μόνο για τους ακαδημαϊκούς μας φίλους, όχι μόνο για τους συναισθηματικούς ειρηνιστές, αλλά και για τους αστούς πολιτικούς να κλαίνε με κροκοδείλια δάκρυα για την «ματαιότητα του πολέμου», τη μάταιη απώλεια της ζωής κ.ο.κ. Πρέπει να «μάθουμε από την ιστορία» μας πληροφορούν, ώστε να μην επαναληφθεί. Το γεγονός ότι κάθε μέρα χιλιάδες άνθρωποι εξακολουθούν να χάνονται στα σφαγεία των πολέμων φαίνεται να διαφεύγει της προσοχής τους. Πέντε εκατομμύρια άνθρωποι τουλάχιστον έχουν χαθεί στο Κονγκό, γεγονός που δείχνει την ορθότητα του Χέγκελ όταν έγραφε ότι το μόνο δίδαγμα που μπορούμε να αντλήσουμε από την ιστορία είναι ότι κανείς δεν έμαθε τίποτα από αυτήν.

Γιατί δεν έχει γίνει άλλος παγκόσμιος πόλεμος την πρόσφατη περίοδο;

Είναι δυνατόν να κάνουμε κάποιους χρήσιμους παραλληλισμούς ανάμεσα στην κατάσταση του 1914 και την κατάσταση σήμερα; Οι ιστορικές αναλογίες μπορεί να είναι χρήσιμες εντός συγκεκριμένων ορίων, αλλά είναι απαραίτητο να έχουμε αυτά τα όρια καλά στο μυαλό μας. Η ιστορία, πράγματι, επαναλαμβάνεται, αλλά ποτέ δεν επαναλαμβάνεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.

Ο πιο ουσιώδης παραλληλισμός είναι ότι, σήμερα, οι αντιθέσεις του καπιταλισμού έχουν για ακόμα μια φορά έρθει στην επιφάνεια με έναν εκρηκτικό τρόπο σε παγκόσμια κλίμακα. Μια μακρά περίοδος καπιταλιστικής ανάπτυξης - η οποία έχει κάποιες εντυπωσιακές ομοιότητες με την περίοδο που προηγήθηκε του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου - έφτασε σε δραματικό τέλος στα τέλη του 2008. Είμαστε τώρα στη μέση της πιο σοβαρής οικονομικής κρίσης σε ολόκληρη την 200χρονη ιστορία του καπιταλισμού.

Σε αντίθεση με τις θεωρίες των αστών οικονομολόγων, η παγκοσμιοποίηση δεν εξαφάνισε τις βασικές αντιθέσεις του καπιταλισμού. Τις αναπαρήγαγε μόνο σε μια αχανώς μεγαλύτερη κλίμακα από ότι παλαιότερα: η παγκοσμιοποίηση εκδηλώνεται τώρα ως μια παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού. Η βασική αιτία της κρίσης είναι ακριβώς ίδια με αυτή του 1914: η εξέγερση των παραγωγικών δυνάμεων εναντίον των δυο θεμελιωδών αντιθέσεων που παρεμποδίζουν την ανθρώπινη πρόοδο, την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και το εθνικό κράτος.

Πρώην μαρξιστές, όπως ο Έρικ Χομπσμπάουμ, πίστευαν ότι η παγκοσμιοποίηση θα μπορούσε να βάλει τέλος στις εθνικές συγκρούσεις. Ο ρεβιζιονιστής Καρλ Κάουτσκυ είχε πει ακριβώς το ίδιο πράγμα 100 χρόνια πριν. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έδειξε την κενότητα αυτής της θεωρίας. Και η κατάσταση του κόσμου μας το 2014 δείχνει την ηλιθιότητα του νέο-ρεβιζιονισμού του Χομπσμπάουμ. Πόσο βαθυστόχαστος ήταν ο Λένιν στο κλασσικό του βιβλίο «Ιμπεριαλισμός: Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού» που παραμένει τόσο φρέσκο και επίκαιρο σήμερα, όσο τη μέρα που γράφτηκε...

Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικές διαφορές. Σε δύο περιπτώσεις, οι ιμπεριαλιστές προσπάθησαν να λύσουν τις αντιθέσεις τους με πόλεμο: το 1914 και το 1939. Γιατί κάτι τέτοιο να μη συμβεί ξανά; Στην πραγματικότητα, οι αντιθέσεις ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές σήμερα είναι πλέον τόσο έντονες, που στο παρελθόν θα είχαν ήδη οδηγήσει σε πόλεμο. Το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι το εξής: γιατί ο κόσμος δεν είναι σε πόλεμο για μια ακόμη φορά;

Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι η αλλαγή στο συσχετισμό δυνάμεων παγκόσμια. Δεν θα υπήρχε κανένα νόημα για τη Γερμανία να εισβάλει στο Βέλγιο ή να καταλάβει την Αλσατία-Λωρραίνη, για τον απλούστατο λόγο ότι η Γερμανία ήδη ελέγχει ολόκληρη την Ευρώπη μέσω της οικονομικής της δύναμης. Όλες οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται από την Μέρκελ και τη «Μπούντεσμπανκ», χωρίς να χρειαστεί ούτε ένας πυροβολισμός. Μήπως θα μπορούσε η Γαλλία να ξεκινήσει ένα πόλεμο εθνικής ανεξαρτησίας από τη Γερμανία; Είναι αρκετό, να τεθεί το ερώτημα αυτό, για να δει κανείς τον παραλογισμό του.

Το θέμα είναι ότι τα παλιά μικρά κράτη της Ευρώπης έχουν προ πολλού πάψει να παίζουν κάποιο ανεξάρτητο ρόλο στον κόσμο. Αυτός είναι ο λόγος για τον ο οποίο η ευρωπαϊκή αστική τάξη αναγκάστηκε να σχηματίσει την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε μια προσπάθεια να ανταγωνιστεί με την Αμερική, τη Ρωσία και τώρα, επίσης, και την Κίνα σε παγκόσμια κλίμακα. Αλλά ένας πόλεμος μεταξύ της Ευρώπης και οποιουδήποτε από τα προαναφερθέντα έθνη είναι εντελώς απίθανος. Πέρα από οτιδήποτε άλλο, η Ευρώπη υστερεί σε στρατό, ναυτικό και αεροπορία. Οι εθνικοί στρατοί είναι κάτω από τον έλεγχο των διαφορετικών κυρίαρχων τάξεων, οι οποίες, πίσω από το προσωπείο της Ευρωπαϊκής «ενότητας», παλεύουν για να υπερασπιστούν τα «εθνικά τους συμφέροντα».

Από στρατιωτική άποψη, καμιά χώρα δεν μπορεί να σταθεί εναντίον της κολοσσιαίας στρατιωτικής δύναμης των ΗΠΑ. Αλλά αυτή η δύναμη έχει και τα όρια της. Υπάρχουν κραυγαλέες αντιθέσεις μεταξύ των ΗΠΑ, της Κίνας και της Ιαπωνίας στον Ειρηνικό. Στο παρελθόν αυτές θα μπορούσαν να έχουν οδηγήσει σε πόλεμο. Αλλά η Κίνα δεν είναι πια ένα αδύναμο, καθυστερημένο, ημι-αποικιακό έθνος που θα μπορούσε κανείς να εισβάλει εύκολα και να το περιορίσει σε αποικιακό υπηρέτη. Πρόκειται για μια ανερχόμενη οικονομική και στρατιωτική δύναμη, η οποία «τεντώνει τους μύες της» και διεκδικεί τα συμφέροντα της.

Οι ΗΠΑ έχουν ήδη «κάψει τα δάκτυλά τους» άσχημα στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Δεν ήταν καν σε θέση να παρέμβουν στη Συρία. Πώς θα μπορούσαν να εξετάσουν το ενδεχόμενο πολέμου με μια χώρα όπως η Κίνα, όταν δεν μπορούν ακόμα να απαντήσουν στις συνεχείς προκλήσεις από τη Βόρεια Κορέα; Η ερώτηση είναι πολύ συγκεκριμένη.

Πόλεμος και επανάσταση

Πριν από το 1914, τις αυταπάτες της αστικής τάξης τις μοιράζονταν οι ηγέτες του εργατικού κινήματος στη Δυτική Ευρώπη. Οι Σοσιαλδημοκράτες ηγέτες, ενώ μιλούσαν με μεγάλα λόγια για τις ιδέες του σοσιαλισμού και την ταξική πάλη βγάζοντας τις πιο ριζοσπαστικές, ακόμα και επαναστατικές ομιλίες κάθε Πρωτομαγιά, στην πράξη, είχαν εγκαταλείψει την προοπτική της σοσιαλιστικής επανάστασης υπέρ του ρεφορμισμού: της ιδέας δηλαδή ότι ειρηνικά, σταδιακά και ανώδυνα θα μπορούσαν να μετασχηματίσουν τον καπιταλισμό σε σοσιαλισμό σε κάποια αδιευκρίνιστη στιγμή στο μέλλον.

Στο ένα διεθνές συνέδριο μετά το άλλο οι Σοσιαλδημοκράτες - που περιελάμβαναν, εκείνη την εποχή, τους Λένιν, Τρότσκι, Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπκνεχτ - ψήφησαν υπέρ αποφάσεων που δέσμευαν τη Διεθνή να αντιταχθεί σε κάθε απόπειρα έναρξης πολέμου από τους ιμπεριαλιστές και ακόμη, να επωφεληθούν από την κατάσταση και να οργανώσουν έναν επαναστατικό αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό.

Όλοι οι ηγέτες της Δεύτερης Διεθνούς όμως (με εξαίρεση τους Ρώσους, τους Σέρβους και τους Ιρλανδούς) πρόδωσαν την εργατική τάξη, στηρίζοντας την «δική τους» αστική τάξη με δικαιολογία τον «πατριωτισμό». Το αποτέλεσμα αυτής της προδοσίας, ήταν εκατομμύρια εργαζόμενοι να καταδικαστούν σε θάνατο στα λασπωμένα εδάφη της Φλάνδρας. Το κάλεσμα «εργάτες όλου του κόσμου ενωθείτε» φάνηκε σαν μια σκληρή ειρωνεία, καθώς οι Γερμανοί, οι Γάλλοι, οι Ρώσοι και οι Βρετανοί εργάτες σκότωναν ο ένας τον άλλον για τα συμφέροντα των αφεντικών τους. Η κατάσταση φάνταζε απελπιστική. Ωστόσο, ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος τελείωσε με μια επανάσταση.

Η Ρωσική Επανάσταση προσέφερε στην ανθρωπότητα μια διέξοδο από τον εφιάλτη των πολέμων, της φτώχειας και της δυστυχίας. Αλλά η απουσία επαναστατικής ηγεσίας σε διεθνή κλίμακα, σήμαινε ότι η δυνατότητα αυτή χάνονταν στη μία χώρα μετά την άλλη. Το αποτέλεσμα ήταν μια νέα κρίση και ένας νέος, ακόμη πιο τρομερός, ιμπεριαλιστικός πόλεμος, που οδήγησε στο θάνατο 55 εκατομμυρίων ανθρώπων και σχεδόν προκάλεσε την κατάρρευση του ανθρώπινου πολιτισμού.

Δύο παγκόσμιοι πόλεμοι ήταν επαρκής απόδειξη ότι το καπιταλιστικό σύστημα έχει εξαντλήσει πλήρως τη δυναμική του για πρόοδο. Αλλά ο Λένιν επεσήμανε ότι, εάν δεν ανατραπεί από την εργατική τάξη, ο καπιταλισμός μπορεί πάντα να βρίσκει μια διέξοδο ακόμη και από τη βαθύτερη οικονομική κρίση. Αυτό που είδε ο Λένιν ως ένα θεωρητικό ενδεχόμενο το 1920 πράγματι συνέβη μετά το 1945. Ως αποτέλεσμα μιας ιδιόρρυθμης αλληλουχίας ιστορικών συνθηκών, το καπιταλιστικό σύστημα εισήλθε σε μια νέα περίοδο ανάκαμψης. Η προοπτική της σοσιαλιστικής επανάστασης, τουλάχιστον στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, αναβλήθηκε.

Ακριβώς όπως δύο δεκαετίες πριν από το 1914, η αστική τάξη και οι απολογητές της ήταν μεθυσμένοι με ψευδαισθήσεις. Και ακριβώς όπως και τότε, οι ηγέτες του εργατικού κινήματος επαναλαμβάνουν αυτές τις ψευδαισθήσεις. Ακόμη περισσότερο και από τότε, έχουν εγκαταλείψει κάθε πρόσχημα πάλης για το σοσιαλισμό και έχουν ολόψυχα ενστερνιστεί την «αγορά». Αλλά τώρα ο τροχός έχει γυρίσει. Το 2008 ο καρπός της επιτυχίας έγινε στάχτη. Όπως και το 1914 η ιστορία τους ξύπνησε βίαια.

Πολλοί άνθρωποι από την Αριστερά ρωτάνε γιατί, αφού υπάρχει μια τόσο βαθιά κρίση, οι μάζες δεν έχουν ξεσηκωθεί. Σε εκείνους που κάνουν τέτοιες ερωτήσεις τους παραπέμπουμε στο 1914. Γιατί εκείνη η κρίση δεν οδήγησε αμέσως σε ένα επαναστατικό κίνημα; Γιατί οι εργάτες δεν συρρέουν σε διαδηλώσεις με ενθουσιασμό; Εδώ η φορμαλιστική - τυπική λογική και οι αφηρημένες γενικεύσεις δε θα δώσουν καμία απάντηση. Μόνο η γνώση της διαλεκτικής μπορεί να διαφωτίσει το θέμα.

Κρίση και συνείδηση των μαζών

Σε αντίθεση με τους ιδεαλιστές, οι οποίοι πιστεύουν ότι η ανθρώπινη συνείδηση είναι η κινητήρια δύναμη κάθε προόδου, ο διαλεκτικός υλισμός εξηγεί ότι η ανθρώπινη συνείδηση είναι εξαιρετικά συντηρητική. Οι άνδρες και οι γυναίκες πάντα προσκολλώνται σε αυτό στο οποίο είναι εξοικειωμένοι: στην παράδοση, στη συνήθεια και στη ρουτίνα, που έχουν μεγάλη βαρύτητα στην ανθρώπινη σκέψη. Ο καπιταλισμός γεννά τις συνήθειες της υπακοής, οι οποίες μεταφέρονται εύκολα από το σχολείο στη γραμμή παραγωγής του εργοστασίου και από εκεί στους στρατώνες.

Η άρχουσα τάξη έχει χίλιους τρόπους για να πλάθει συνειδήσεις: το σχολείο, την εκκλησία, τα ΜΜΕ και πάνω από όλα, αυτή την αόρατη αλλά πανίσχυρη δύναμη που ονομάζουμε «κοινή γνώμη». Οι μάζες θα παίρνουν πάντα το δρόμο της ελάχιστης αντίστασης, μέχρι να έρθουν μεγάλα σοκ στη συνείδηση τους, που θα τις αναγκάσουν να αρχίσουν να αμφισβητούν τις αξίες, την ηθική, την θρησκεία και τα πιστεύω που είχαν διαμορφώσει τις απόψεις τους σε όλη τους τη ζωή.

Αυτή η διαδικασία παίρνει χρόνο. Δεν είναι μια ευθεία γραμμή, αλλά είναι πολύ αντιφατική διαδικασία. Οι ίδιοι στρατιώτες που κουνούσαν σημαίες και τραγουδούσαν πατριωτικά τραγούδια τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβρη του 1914, ήταν αυτοί που πήραν την κόκκινη σημαία και τραγούδησαν τη Διεθνή, τρία ή τέσσερα χρόνια αργότερα. Ένα τεράστιο χάσμα χώριζε τα δύο φαινόμενα, ένα χάσμα γεμάτο με πόνο, φρίκη και θάνατο. Ήταν ένα σκληρό μάθημα, αλλά ήταν ένα μάθημα που μαθεύτηκε καλά.

Τι γίνεται σήμερα; Δεν υπάρχει πόλεμος, τουλάχιστον όχι με την έννοια του 1914. Αλλά από ιστορική άποψη, το έτος 2008 θα πρέπει να θεωρηθεί ως μια μεγάλη καμπή, όπως τότε. Η μεγάλη εκπαιδευτική διαδικασία έχει ξεκινήσει. Αυτό για κάποιους δεν είναι αρκετά γρήγορο. Η ιστορία, όμως, προχωρά, σύμφωνα με τους δικούς της νόμους και τις δικές της ταχύτητες, που δεν μπορεί να τις επισπεύσει η ανυπομονησία.

Το 1806, όταν ολοκλήρωνε το μεγάλο του «ταξίδι της ανακάλυψης», το έργο του Φαινομενολογία του Πνεύματος, ο Χέγκελ είδε τον Ναπολέοντα να ιππεύει στους δρόμους της Ιένας και αναφώνησε: «Έχω δει το παγκόσμιο πνεύμα έφιππο». Η Αγία Γραφή λέει: «Έχουν μάτια, αλλά δε βλέπουν». Ας κοιτάξουμε λοιπόν σήμερα γύρω μας! Δεν μπορούμε να δούμε ήδη ενδείξεις αλλαγής της κατάστασης; Στους δρόμους της Αθήνας και της Κωνσταντινούπολης, του Σάο Πάολο και της Μαδρίτης, του Καϊρου και της Λισαβόνας, οι μάζες αρχίζουν να κινητοποιούνται. Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι το «Πνεύμα του Νέου Κόσμου» προελαύνει παντού, όχι με τη μορφή ενός μεμονωμένου ήρωα, αλλά στο πρόσωπο εκατομμυρίων ανώνυμων ηρώων και ηρωίδων, που αργά, αλλά σταθερά εξάγουν συμπεράσματα και κινούνται δραστήρια για να πάρουν τη μοίρα στα χέρια τους.

Ο Λένιν έλεγε: «Ο καπιταλισμός είναι τρόμος δίχως τέλος». Οι αιματηρές συγκρούσεις που εξαπλώνονται σε όλο τον κόσμο δείχνουν ότι είχε δίκιο. Ηθικολόγοι της μεσαίας τάξης κλαίνε και θρηνούν για αυτές τις φρικαλεότητες, αλλά δεν έχουν ιδέα ποιες είναι οι αιτίες, ακόμη λιγότερο, ποια είναι η λύση. Ειρηνιστές, «πράσινοι», φεμινίστριες και άλλοι, επισημαίνουν τα συμπτώματα, αλλά όχι τη βαθύτερη αιτία, η οποία βρίσκεται σε ένα άρρωστο κοινωνικό σύστημα που έχει διαδραματίσει τον ιστορικό του ρόλο.

Η φρίκη που βλέπουμε μπροστά μας είναι μόνο τα εξωτερικά συμπτώματα της επιθανάτιας αγωνίας του καπιταλισμού. Αλλά είναι, επίσης, η ωδίνη μιας νέας κοινωνίας, που αγωνίζεται να γεννηθεί. Είναι καθήκον μας να συντομεύσουμε αυτές τις ωδίνες και να επιταχύνουμε τη γέννηση μιας νέας και γνήσια ανθρώπινης κοινωνίας.

Κάποιος είπε κάποτε στον Ισπανό επαναστάτη Ντουρούτι: «Θα κάθεσαι στην κορυφή ενός σωρού ερειπίων, αν νικήσεις». Και ο Ντουρούτι απάντησε: «Πάντοτε σε τρώγλες ζούσαμε άλλωστε, θα αντέξουμε για λίγο καιρό ακόμη. Μην ξεχνάτε όμως, ότι οι εργάτες ξέρουμε και να χτίζουμε. Εμείς φτιάξαμε όλα τα παλάτια και τα μέγαρα, εδώ, στην Αμερική και παντού και θα τα ξαναφτιάξουμε ακόμα πιο όμορφα. Δεν φοβόμαστε καθόλου τα ερείπια. Γιατί εμείς θα κληρονομήσουμε τη Γη, μην έχετε καμία αμφιβολία για αυτό. Η αστική τάξη ας γκρεμίσει λοιπόν τον κόσμο της, πριν αποχωρήσει από το προσκήνιο της ιστορίας. Εμείς κουβαλάμε έναν καινούριο κόσμο, εδώ, στις καρδιές μας. Κι ο κόσμος αυτός μεγαλώνει κάθε στιγμή. Μεγαλώνει και τούτη τη στιγμή ακόμα που σας μιλάω».

Άλαν Γουντς

Translation