Μαθήματα από το δημοψήφισμα στη Σκωτία

Η εκστρατεία για το δημοψήφισμα στη Σκωτία μόλις τελείωσε. Τώρα με ένα ψύχραιμο τρόπο, είναι αναγκαίο να αντλήσουμε τα απαραίτητα συμπεράσματα. Το πρώτο και πιο σημαντικό είναι ότι το πέρας του δημοψηφίσματος αποτελεί ένα αποφασιστικό σημείο καμπής στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης στη Σκωτία και στο υπόλοιπο των Βρετανικών νήσων.

Εκατομμύρια εργαζομένων και νεολαίων πήραν μέρος σε μια σκληρή πάλη ενάντια στο Καθεστώς η οποία κλόνισε τον πυρήνα του, μέσα από αυτή την απρόσμενη τροπή των γεγονότων. Έως την τελευταία στιγμή, το μέλλον της Ένωσης, που διήρκησε για πάνω από 300 χρόνια, απειλούνταν με εξαφάνιση. Όταν τελικά αυτό δεν συνέβη, ο συλλογικός αναστεναγμός ανακούφισης, που ξεκίνησε από την Ντάουνινγκ Στριτ και το Σίτυ του Λονδίνου, ακούστηκε ξεκάθαρα έως τη Γλασκώβη και το Εδιμβούργο.

Αλλά το δημοψήφισμα δεν είναι το τέλος της ιστορίας. Η εκστρατεία για το δημοψήφισμα αποτελεί σύμπτωμα της πολιτικής αφύπνισης της Σκωτίας. Άνθρωποι, που μέχρι τώρα ήταν απαθείς και αποστασιοποιημένοι από την πολιτική, ξαφνικά άρχισαν να συμμετέχουν ενεργά. Μπορούσε κανείς να ακούσει παθιασμένες συζητήσεις σε κάθε μπαρ, σε κάθε γωνιά του δρόμου, στα καταστήματα και τις στάσεις των λεωφορείων. Η κατάσταση θύμιζε έναν κοιμισμένο γίγαντα, που ξύπνησε από έναν παρατεταμένο λήθαργο και άρχισε να κινείται. Ο λαός της Σκωτίας έδωσε ένα παράδειγμα, που θα πρέπει να χρησιμεύσει ως πηγή έμπνευσης για τους εργαζόμενους και τη νεολαία όλης της Βρετανίας.

Ανεξάρτητα από την τελική του έκβαση, το δημοψήφισμα εκφράζει μια θεμελιώδη αλλαγή στην κατάσταση. Ο Τρότσκι εξήγησε ότι η επανάσταση είναι στην ουσία μια κατάσταση στην οποία οι μάζες - τα εκατομμύρια των απλών ανδρών και γυναικών - αρχίζουν να γίνονται ενεργοί στην πολιτική και αρχίζουν να παίρνουν τη μοίρα τους στα δικά τους χέρια. Αυτό ακριβώς συνέβη στη Σκωτία και εγκυμονεί επαναστατικές εξελίξεις για το μέλλον. Η μεγάλη Ρωσική επανάσταση, μας δίδαξε επίσης ότι ο εθνικισμός μπορεί να αποτελέσει «το εξωτερικό περίβλημα ενός ανώριμου μπολσεβικισμού». Και αυτό ανησυχεί την άρχουσα τάξη περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.

Το μίσος κατά του Καθεστώτος

Το πρώτο ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι: Τι είναι αυτό που έχει επιφέρει μια τέτοια κολοσσιαία αλλαγή; Η κατάσταση δεν μπορεί να εξηγηθεί αποκλειστικά από την σκοπιά του εθνικού ζητήματος ή ακόμα και από τα ειδικά προβλήματα της Σκωτίας. Πράγματι, πρόκειται για ένα διεθνές φαινόμενο. Παντού, κάτω από την επιφανειακή επίφαση γαλήνης και ηρεμίας, υπάρχει ένα υπόγειο ρεύμα που κοχλάζει από οργή, αγανάκτηση, δυσαρέσκεια και πάνω απ' όλα, την απογοήτευση, από την υπάρχουσα κατάσταση στην κοινωνία και την πολιτική.

Μετά από έξι χρόνια βαθιάς οικονομικής κρίσης, υπάρχει μαζική ανεργία, πτώση του βιοτικού επιπέδου, συνεχείς επιθέσεις στο κράτος πρόνοιας και των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Βλέπουμε τα σκάνδαλα των τραπεζιτών, οι οποίοι αφού κατέστρεψαν το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα με την απληστία τους, την κερδοσκοπία και κάθε είδους απάτη, ανταμείφτηκαν με τεράστια μπόνους. Βλέπουμε το θέαμα πολιτικών που από τη μία πλευρά περιέκοψαν δημόσιες υπηρεσίες και συμπίεσαν μισθούς και συντάξεις εκατομμυρίων, ενώ από την άλλη, έδωσαν στους μισθούς του αυξήσεις ύψους δέκα τοις εκατό.

Βλέπουμε μία άνευ προηγουμένου ανισότητα με απίστευτο πλούτο συγκεντρωμένο στον ένα πόλο και ακραία φτώχεια και εξαθλίωση στο άλλο. Η διάθεση πολλών ανθρώπων της εργατικής τάξης αντανακλάται σε μία γυναίκα από τους ερωτηθέντες από τους Financial Times: «Έχω αποφασίσει», δήλωσε η ερωτώμενη, «θα ψηφίσω υπέρ». Γιατί; «Οι πλούσιοι συνεχίζουν να γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι». Κοιτάζοντας το δρόμο, πρόσθεσε: «Χρειαζόμαστε μια αλλαγή». Αυτές οι λίγες λέξεις από μια γυναίκα της εργατικής τάξης στοχεύουν κατευθείαν στην καρδιά του ζητήματος.

Είναι σημαντικό το γεγονός ότι η πλειοψηφία των κατοίκων της Γλασκώβης, της καρδιάς του σκωτσέζικου προλεταριάτου, τάχθηκε με το «Ναι». Το προαναφερθέν άρθρο των Financial Times δημοσιεύθηκε υπό τον τίτλο: «Οι ψηφοφόροι της εργατικής τάξης, κλειδί για την επικράτηση του Ναι». Το ίδιο άρθρο συνέχιζε ότι: «Τα δεδομένα από τις δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η εκστρατεία υπέρ της ανεξαρτησίας, με επικεφαλής το Σκωτσέζικο Εθνικό Κόμμα (SNP), έχει την υποστήριξη της πλειοψηφίας των Σκωτσέζων με χαμηλότερα εισοδήματα». Με άλλα λόγια, η ψήφος υπέρ του Ναι, με ένα συγκεχυμένο τρόπο, αντιπροσώπευε μια ταξική ψήφο, μια διαμαρτυρία ενάντια στην ανισότητα, τη φτώχεια και την κοινωνική αδικία, με άλλα λόγια, μια διαμαρτυρία ενάντια στον καπιταλισμό, ο οποίος ταυτίζεται στη συνείδηση των εργαζομένων της Σκωτίας με τα «γκόλντεν μπόις», που ξεκουράζονται στις αποκλειστικές τους λέσχες στο Γουέστμινστερ.

Καλύτερα μαζί;

Οι καπιταλιστές αντίπαλοι της ανεξαρτησίας και οι σκιές της δεξιάς πτέρυγας του Εργατικού Κόμματος, που συμμάχησαν μαζί τους, παρουσίασαν ένα θλιβερό θέαμα. Η εκστρατεία «Better Together» (Καλύτερα μαζί) επικρίθηκε για την έλλειψη πάθους και την απουσία ενός θετικού μηνύματος. Αλλά αυτό ήταν μια έκφραση της αρχικής αίσθησης ενός αυτάρεσκου εφησυχασμού. Για εκείνους, ήταν τόσο προφανές ότι η Ένωση πρέπει να διατηρηθεί! Αλλά όταν χρειάστηκε να σκεφτούν κάποιο λόγο για τον οποίο θα πρέπει να διατηρηθεί, δεν μπόρεσαν να βρουν κάποιον.

Είναι δύσκολο να είσαι παθιασμένος με την υπεράσπιση του status quo, ειδικά αν αυτό περιλαμβάνει ανεργία και φτώχεια, μαζί με τα μπόνους των τραπεζιτών και την υπεράσπιση της Trident (ΣτΜ. Το πυρηνικό πρόγραμμα της Βρετανίας με ισχυρή παρουσία στο έδαφος της Σκωτίας). Η έλλειψη οποιουδήποτε θετικού επιχειρήματος τους οδήγησε στην προσπάθεια να φοβίσουν τους ανθρώπους, με τη συνεχή επανάληψη της φράσης ότι μια ανεξάρτητη Σκωτία θα αντιμετωπίσει ένα αβέβαιο μέλλον. Αυτό μπορεί να είναι αλήθεια, αλλά είναι εξίσου αλήθεια ότι μετά από περισσότερα από 300 χρόνια, σχεδόν το ήμισυ των Σκωτσέζων προτίμησε την οικονομική αβεβαιότητα από το να συνεχίσει να κυβερνάται από τη βρετανική άρχουσα τάξη. Μετά από την εμπειρία τους από διάφορες κυβερνήσεις του Λονδίνου, είτε Συντηρητικών (Τόρις), είτε των Νέων Εργατικών και των Φιλελεύθερων-Συντηρητικών, ποιος μπορεί να τους κατηγορήσει;

Για τους ανθρώπους στη Σκωτία οι πολιτικοί του Λονδίνου με τα ακριβά παπούτσια και τα κομψά ρούχα, μιλούν σε μια γλώσσα, η οποία έχει μικρή ομοιότητα με τα αγγλικά και στην πραγματικότητα, θυμίζει ένα είδος νεολογισμών, σχεδιασμένων έτσι ώστε να μην πληροφορούν, αλλά να εξαπατούν και να λένε ψέματα. Το χειρότερο απ’ όλα, αυτή η γλώσσα χρησιμοποιεί το είδος εκείνο της προφοράς της ανώτερης μεσαίας τάξης, που προκαλεί σε φυσιολογικούς ανθρώπους (όχι μόνο στη Σκωτία) περίπου το ίδιο αποτέλεσμα με τον ήχο από το τρυπάνι του οδοντιάτρου.

Δεν είναι μόνο στη Σκωτία που βρίσκουμε μια αυξανόμενη αίσθηση ότι το υπάρχον πολιτικό κατεστημένο δεν έχει καμία επαφή με την καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων. «Αυτοί οι άνθρωποι στο Γουέστμινστερ είναι απομακρυσμένοι από την πραγματικότητα. Δεν μας αντιπροσωπεύουν. Δεν έχουν καμία ιδέα για το πώς ζούμε.» Αυτό μπορεί να ακουστεί σε κάθε παμπ από τη Γλασκώβη έως και τις Εβρίδες νήσους. Μπορεί επίσης να ακουστεί σε κάθε παμπ στην Ουαλία, το Λίβερπουλ, το Νιούκαστλ ή ακόμα και στο Hackney του Λονδίνου.

Κάτω από την επιφάνεια της φαινομενικής ηρεμίας, κοχλάζει ο θυμός, η δυσαρέσκεια και η απογοήτευση. Παντού οι άνθρωποι έχουν αγανακτήσει από την παρούσα κατάσταση. Υπάρχει μια διακαής επιθυμία για αλλαγή. Στη Σκωτία, αυτή εκφράστηκε μέσα από μια απότομη στροφή της κοινής γνώμης προς την κατεύθυνση της υποστήριξης της ανεξαρτησίας. Η στροφή αυτή δεν ήταν τόσο πολύ μια εκδήλωση εθνικισμού παρά μία έκφραση μίσους προς τους Συντηρητικούς και την παρασιτική καθεστηκυία τάξη στο Λονδίνο.

Ο ρόλος των ηγετών του Εργατικού Κόμματος

Μέχρι πρόσφατα δεν υπήρχε καμία πραγματική παράδοση εθνικισμού στη Σκωτία. Οι αυθεντικές παραδόσεις της Σκωτίας ήταν ταξικές, σοσιαλιστικές παραδόσεις που ανάγονται ιστορικά στην άρνηση καταβολής εξοντωτικών ενοικίων στη Γλασκώβη του 1915, την εξέγερση στο Κλάιντ το 1919 και σε πιο πρόσφατες περιόδους, ως την εξέγερση ενάντια στον μισητό «Πολ Ταξ» της Μάργκαρετ Θάτσερ. Το βαθύ μίσος που αισθάνονται οι περισσότεροι Σκωτσέζοι για τους Συντηρητικούς επιδεινώθηκε κατά πολύ από την κυβέρνηση της Θάτσερ, η οποία κατέστρεψε τις βιομηχανίες άνθρακα και χάλυβα της Σκωτίας ως μέρος μιας εσκεμμένης πολιτικής αποβιομηχάνισης, που μετέτρεψε τα βιομηχανικά κέντρα της Βρετανίας σε ερήμους.

Η Σκωτία αλλά και η Ουαλία υπέφεραν δυσανάλογα από τις πολιτικές αυτές. Ολόκληρες κοινότητες και μαζί με αυτές, οι ζωές αμέτρητων οικογενειών καταστράφηκαν. Μια γενιά νέων ανθρώπων καταδικάστηκαν να ζουν μόνο με βάση το επίδομα ανεργίας. Και η Θάτσερ και η κλίκα της αντιμετώπισαν με ευχαρίστηση αυτή τη μαζική πράξη καταστροφής, την οποία και χαρακτήρισαν ως «δημιουργική καταστροφή». Ως αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών, το Κόμμα των Συντηρητικών στη Σκωτία έχει σχεδόν αφανιστεί και τώρα έχει μόνο ένα μέλος στο Κοινοβούλιο.

Το Εργατικό Κόμμα στη Σκωτία αντίθετα, απολάμβανε μαζική υποστήριξη για δεκαετίες. Αλλά αυτό άλλαξε μετά τις προδοσίες της κυβέρνησης Μπλερ. Οι απογοητευμένοι Σκωτσέζοι εργάτες κατέληξαν να θεωρούν τους Εργατικούς ως κομμάτι του Καθεστώτος. Έτσι, δεν έχουν καμία εμπιστοσύνη στους δεξιούς ηγέτες των Εργατικών στη Σκωτία, όπως φάνηκε ξεκάθαρα κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του δημοψηφίσματος. Βάζοντας ένα μέλος της πτέρυγας του Μπλερ, όπως τον Άλιστερ Ντάρλινγκ, ως εκπρόσωπο της εκστρατείας υπέρ του «Όχι», βοήθησε στο να επιβεβαιώσει την αυξανόμενη εντύπωση ότι οι Νέοι Εργατικοί δεν διαφέρουν ουσιαστικά σε τίποτα από τους Συντηρητικούς και τους Φιλελεύθερους.

Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Άλεξ Σάλμοντ (Πρόεδρος του SNP) τον κατατρόπωσε στις δημόσιες συζητήσεις. Αυτό πραγματικά δεν ήταν ένα πολύ δύσκολο κατόρθωμα. Οι Εργατικοί ηγέτες, όπως ο Ντάρλινγκ, αντιμετωπίζονται από πολλούς ως μεταμφιεσμένοι Συντηρητικοί. Οι πολιτικές τους είναι δύσκολα διακριτές από εκείνες των Τόρις. Αντί να προσπαθήσουν να αντικρούσουν τις πολιτικές των περικοπών και της λιτότητας, απλώς λένε πάντα: «Κι εμείς το ίδιο». Είναι πιο πρόθυμοι να ευχαριστήσουν τους τραπεζίτες και το «Σίτυ» του Λονδίνου από τους εργαζόμενους, οι οποίοι τους ψηφίζουν. Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, είναι υπεύθυνοι για την ανάπτυξη του εθνικιστικού αισθήματος στη Σκωτία.

Το γελοίο θέαμα του ηγέτη των Εργατικών Εντ Μίλιμπαντ, ο οποίος κατέφθασε στη Σκωτία μαζί με τον Πρωθυπουργό Ντέιβιντ Κάμερον και το Φιλελεύθερο συμμαχό του Νικ Γκλέγκ για να υπερασπιστεί την Ένωση, απλώς ατσάλωσε την αποφασιστικότητα του λαού να ψηφίσει «Ναι». Αηδιασμένοι με την δεξιά ηγεσία των Εργατικών, πολλοί ψηφοφόροι τους πίστεψαν ότι η ανεξαρτησία θα μπορούσε να είναι μια διέξοδος. Αυτό κατέστη σαφές από την πλειοψηφική υποστήριξη στο Ναι στη Γλασκώβη, κάτι που θα ήταν αδιανόητο στο παρελθόν.

Οι ψεύτικες υποσχέσεις του SNP

Θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η εκστρατεία για την Ανεξαρτησία χρησίμευσε για την αναζωογόνηση της πολιτικής ζωής στη Σκωτία. Δεν υπάρχει άλλη προεκλογική εκστρατεία που έχει πετύχει ποτέ κάτι τέτοιο. Οι υποστηρικτές του «Ναι» - ειδικά η νεολαία - εμπνεύστηκαν και ενθουσιάστηκαν από αυτή. Ο λόγος για τον οποίο συνέβη αυτό, δεν είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτός. Οι άνθρωποι θέλουν μια θεμελιώδη αλλαγή στην κοινωνία. Αυτό δεν ισχύει μόνο στη Σκωτία, αλλά και παντού. Σε αντίθεση με τα παλιά κόμματα, τα οποία δεν προσφέρουν τίποτα στην κατεύθυνση μιας θεμελιώδους αλλαγής, το SNP κατάφερε να κάνει ακριβώς αυτό. Το μήνυμά του αποτελούσε μια ελπίδα για το μέλλον: μια ελεύθερη και ανεξάρτητη Σκωτία, που δεν θα υπόκειται πλέον στο παλιό Συντηρητικό Καθεστώς από την Αγγλία και θα ήταν ένας σίγουρος τρόπος για την πρόοδο και τη δημοκρατία.

Ωστόσο, ότι αστράφτει δεν είναι χρυσός. Κοιτάζοντας τα ψιλά γράμματα του προγράμματος του SNP για μια ανεξάρτητη Σκωτία, οι ψευδαισθήσεις αρχίζουν να καταρρέουν. Ο Σάλμοντ πρότεινε μία ανεξάρτητη Σκωτία, η οποία θα διατηρήσει τη λίρα, τη μοναρχία και θα παρέμενε στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή η «ανεξαρτησία» δεν διαφέρει πολύ από τη διάσημη «devo-max» (ΣτΜ υπέρ-αποκέντρωση), την οποία καθυστερημένα προσέφεραν στο σκωτσέζικο λαό οι υποστηρικτές της άλλης πλευράς.

Η ηγεσία του SNP αντιπροσωπεύει μια καπιταλιστική τάξη που δεν έχει τίποτα κοινό με το σοσιαλισμό και την εργατική τάξη. Να περιμένει κανείς ότι οι εργαζόμενοι της Σκωτίας, θα πετύχουν μια καλύτερη διαπραγμάτευση με τους εθνικιστές από ότι με την συμμορία Συντηρητικών-Φιλελευθέρων στο Λονδίνο είναι μια ανόητη ψευδαίσθηση. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας για το δημοψήφισμα, ο Σάλμοντ φρόντισε να απευθύνει εκκλήσεις προς τους τραπεζίτες και καπιταλιστές για την υποστήριξή τους.

Όταν μια σειρά από εταιρείες όπως οι BP, John Lewis, Asda, Standard Life, BT, EE, O2, TalkTalk, Vodafone RBS, Lloyds και B & Q προειδοποίησαν για τους κινδύνους της ανεξαρτησίας, ο Τζιμ Σίλαρς πρώην αναπληρωτής ηγέτης του SNP, αντέδρασε απειλώντας τους, με εθνικοποίηση. Προειδοποίησε ότι ο πετρελαϊκός κολοσσός BP θα εθνικοποιηθεί «εν μέρει ή στο σύνολό της», ενώ οι τραπεζίτες και οι «κινδυνολόγοι» των μεγάλων επιχειρήσεων θα πρέπει να τιμωρηθούν για «τη ανίερη συμμαχία τους» με τους Συντηρητικούς. Και πρόσθεσε: «Αυτό το δημοψήφισμα αφορά την εξουσία και όταν έχουμε μία πλειοψηφία υπέρ του Ναι, θα χρησιμοποιήσουμε αυτή τη δύναμη για να αναμετρηθούμε με την BP και τις τράπεζες.»

Αλλά οι δηλώσεις αυτές διαψεύσθηκαν αμέσως από τον Σάλμοντ ο οποίος είπε: «Η ημέρα μετά από την ψηφοφορία υπέρ της Ανεξαρτησίας, θα είναι μια μέρα γιορτής για τους ανθρώπους, χωρίς να στραφούμε εναντίον των μεγάλων επιχειρήσεων, που τραβήχτηκαν στην αντίθετη εκστρατεία από τη «Ντάουνινγκ Στριτ» και συνέχισε να απευθύνει έκκληση προς τους επιχειρηματίες να παραμένουν στη Σκωτία και να υποστηρίξουν την οικονομία της.

Μια κυβέρνηση SNP σε συνθήκες κρίσης πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού θα έχει σαν καθήκον να προβεί σε βαθιές περικοπές στο βιοτικό επίπεδο - ακόμη μεγαλύτερες περικοπές από εκείνες, στις οποίες προχώρησε η Κεντρική Κυβέρνηση. Για αυτόν ακριβώς το λόγο, αμέσως μετά το τέλος της εκστρατείας, ο Σάλμοντ επέμεινε στην ανάγκη για μια «κυβέρνηση ενότητας», συμπεριλαμβανομένων και των πολιτικών, οι οποίοι αγωνίστηκαν υπέρ του Όχι. Με αυτές τις δηλώσεις, στρώνει το δρόμο για μια κυβέρνηση συνασπισμού, συμπεριλαμβανομένου του Εργατικού Κόμματος της Σκωτίας, ώστε το αναπόφευκτο κύμα οργής και απογοήτευσης, να μην στραφεί αποκλειστικά κατά του SNP.

Πολύ καιρό πριν, ο Τζέιμς Κόνολυ προειδοποίησε ότι ακόμη και αν η Ιρλανδία γίνει ανεξάρτητη, η Αγγλία θα εξακολουθεί να κυβερνά μέσω των τραπεζών. Εάν μια ανεξάρτητη καπιταλιστική Σκωτία είχε κρατήσει τη λίρα (κάτι το οποίο είναι πολύ αμφίβολο), τα μη εκλεγμένοι αφεντικά της Τράπεζας της Αγγλίας θα συνέχιζαν να έχουν το βασικό λόγο στον καθορισμό των οικονομικών πολιτικών της.

Πώς μπορεί άλλωστε οποιοσδήποτε δημοκράτης να υποστηρίξει τη διατήρηση της Βασίλισσας ως αρχηγού κράτους μιας ανεξάρτητης Σκωτίας; Και πώς η διατήρηση του καθεστώτος μέλους του ΝΑΤΟ συμβιβάζεται με ένα σπάσιμο από τον ιμπεριαλισμό και τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, που ήταν ένα από τα βασικά επιχειρήματα για τη διάλυση της Ένωσης; Τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, μια ανεξάρτητη Σκωτία εντός της ΕΕ θα πρέπει να τηρεί τους κανόνες και τους κανονισμούς των Βρυξελλών, ανεξάρτητα της θέλησής της. Όλα αυτά σημαίνουν ότι η ανεξαρτησία της Σκωτίας θα είχε έναν καθαρά απατηλό χαρακτήρα από την αρχή. Δεν θα έλυνε κανένα από τα θεμελιώδη προβλήματα της εργατικής τάξης.

Η συνθηκολόγηση της Αριστεράς

Μερικοί άνθρωποι που περιγράφουν τους εαυτούς τους ως «μαρξιστές» έχουν αποτύχει πλήρως να κατανοήσουν όσα έγραψε ο Λένιν για το θέμα αυτό. Ο Λένιν υπερασπίστηκε το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση ως δημοκρατικό αίτημα, αλλά δεν πίστευε ότι το δικαίωμα στην εθνική αυτοδιάθεση μπορεί να δικαιολογείται σε όλες τις περιπτώσεις ή με οποιοδήποτε κόστος. Αντίθετα, ο ίδιος πάντα το θεωρούσε υποδεέστερο, σε σχέση με τα γενικά συμφέροντα του διεθνούς προλεταριάτου και τη σοσιαλιστική επανάσταση.

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε μια λανθασμένη θέση για το εθνικό ζήτημα. Αλλά το λάθος της, όπως πάντα, υπαγορεύονταν από τις ισχυρές διεθνιστικές πεποιθήσεις της. Δεν αρνήθηκε μόνο το δικαίωμα της Πολωνίας στην αυτοδιάθεση, αλλά αρνήθηκε ακόμη και την ίδια την ύπαρξη του πολωνικού έθνους. Παρ 'όλα αυτά, ο Λένιν σεβόταν το γεγονός ότι η Ρόζα Λούξεμπουργκ, πολωνικής καταγωγής, είχε διεξάγει έναν αδυσώπητο αγώνα ενάντια στους καπιταλιστές Πολωνούς εθνικιστές και το λεγόμενο Πολωνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, υπό την ηγεσία του Πιλσούδσκι.

Ο Λένιν έλεγε: «Καταλαβαίνω ότι αυτό είναι το καθήκον για την καταπολέμηση του πολωνικού εθνικισμού, αλλά, ως εκπρόσωποι της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας (δεδομένου ότι η Ρωσία ήταν η χώρα που καταπίεζε εθνικά τους Πολωνούς), θα πρέπει να υπερασπιστούμε το δικαίωμα του πολωνικού λαού στην αυτοδιάθεση, ακόμη και μέχρι το σημείο του σχηματισμού ενός χωριστού κράτους. Την ίδια στιγμή, ο Λένιν στάθηκε αμείλικτα υπέρ της ενότητας της εργατικής τάξης, πάνω από όλες τις διαχωριστικές γραμμές με βάση την εθνικότητα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, κ.α. και θεωρούσε προδοσία να κάνει απολύτως οποιαδήποτε παραχώρηση στον αστικό ή μικροαστικό εθνικισμό. Σε αυτό το ζήτημα ο Λένιν και η Ρόζα Λούξεμπουργκ βρίσκονταν σε πλήρη συμφωνία.

Αν εφαρμόσουμε τη θέση του Λένιν στο σκωτσέζικο δημοψήφισμα, είναι σαφές ότι οι μαρξιστές στα νότια των συνόρων είχαν καθήκον να υπερασπιστούν το δικαίωμα της Σκωτίας στην αυτοδιάθεση, συστηματικά εκθέτοντας παράλληλα τον αντιδραστικό ρόλο του βρετανικού ιμπεριαλισμού, της αντιδραστικής συγκυβέρνησης και την επαίσχυντη συμπεριφορά των ηγετών του Εργατικού κόμματος. Από την άλλη πλευρά, οι μαρξιστές της Σκωτίας έπρεπε να τονίσουν την ανάγκη για την ενότητα της εργατικής τάξης, συγκεντρώνοντας τα πυρά τους εναντίον του σκωτσέζικου εθνικισμού και του καπιταλιστικού SNP.

Δυστυχώς, η Αριστερά στη Σκωτία αφέθηκε να παρασυρθεί από το εθνικό συναίσθημα. Εγκατέλειψε την ταξική θέση και χωρίς ντροπή προσκολλήθηκε στην ουρά του καπιταλιστικού SNP. Αυτή η στάση δεν έχει τίποτα κοινό με τη θέση του Λένιν ή, για το συγκεκριμένο ζήτημα, με τη θέση του Τζέιμς Κόνολυ η του Τζων Μακ Λην. Η πλειοψηφία της σκωτσέζικης Αριστεράς στην εκστρατεία για το δημοψήφισμα ήταν ακόμη πιο ενθουσιώδης για τις προοπτικές μιας ανεξάρτητης Σκωτία ακόμη και από τους ηγέτες του SNP τους οποίους επαίσχυντα ακολούθησαν.

Επιδιώκουν να κερδίσουν βραχυπρόθεσμα δημοτικότητα προσαρμοζόμενοι στην εθνικιστική μόδα, αλλά αυτός ο οπορτουνισμός δεν θα τους βοηθήσει. Αν κάποιος θέλει να ενταχθεί σε κάποιο εθνικιστικό κόμμα, δεν χρειάζεται να ψάξει πέρα από το SNP. Το καθήκον της Αριστεράς στη Σκωτία δεν είναι να ενώσει τα χέρια με το SNP, αλλά αντίθετα να το εκθέσει σαν ένα καπιταλιστικό κόμμα που δεν εκπροσωπεί και δεν μπορεί να εκπροσωπήσει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Αυτό θα καταστεί σαφές στην επόμενη περίοδο όταν σχηματιστεί μια κυβέρνηση της Σκωτίας που θα έχει αυξημένες εξουσίες για την άσκηση οικονομικής πολιτικής. Σε συνθήκες κρίσης, αυτό μπορεί να σημαίνει μόνο ένα πράγμα: νέες εξουσίες για να επιτεθεί στην εργατική τάξη.

Όλα αυτά ήταν ξεκάθαρα στις δηλώσεις του Άλεξ Σάλμοντ, ο οποίος ήταν αρκετά ειλικρινής για να παραδεχθεί ότι θα υπάρξουν σοβαρά προβλήματα «στην αρχή». Σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης, η οικονομία της Σκωτίας, ήδη σε αδύναμη θέση, θα μπει σε νέες δυσκολίες που θα πρέπει να εκφραστούν, όχι στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, αλλά το αντίστροφο.

Για την ενότητα της εργατικής τάξης!

Για τους Συντηρητικούς, Φιλελεύθερους-Δημοκράτες και τους δεξιούς Εργατικούς, "Καλύτερα Μαζί" σημαίνει ενότητα της Σκωτίας με τους άγγλους τραπεζίτες και καπιταλιστές και το Γουέστμινστερ που είναι απλώς η πολιτική έκφραση των συμφερόντων τους. Οι εργαζόμενοι της Σκωτίας δεν θέλουν μια τέτοια ενότητα και αυτός είναι ο λόγος που τόσοι πολλοί από αυτούς ψήφισαν Ναι στο Δημοψήφισμα. Ωστόσο, υπάρχει ένα άλλο είδος ενότητας για την οποία οι εργαζόμενοι της Σκωτίας είναι ένθερμα υπέρ : ενότητα με τα ταξικά τους αδέρφια νότια των συνόρων.

Οι εργαζόμενοι στην Αγγλία, τη Σκωτία, την Ιρλανδία και την Ουαλία αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα: ανεργία, φτώχεια, χαμηλοί μισθοί, έλλειψη σπιτιών και κοινωνικών παροχών και αντιμετωπίζουν τους ίδιους εχθρούς. Ο Μαρξ έγραψε κάποτε ότι το κόκκινο αίμα της επανάστασης στο βρετανικό προλεταριάτο περνά μέσα από τις φλέβες της εργατικής τάξης της Σκωτίας, της Ουαλίας και της Ιρλανδίας. Σε αυτή την ενότητα έγκειται η δύναμή της. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η άρχουσα τάξη προσπαθεί πάντα να διαιρέσει τους εργάτες με βάση την εθνικότητα, τη φυλή, τη γλώσσα και το φύλο.

Αμέσως μετά την ανακήρυξη του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος, ο Κάμερον προσπάθησε να παίξει «το αγγλικό χαρτί». Γιατί θα πρέπει οι Σκωτσέζοι να έχουν περισσότερες ελευθερίες από εμάς; Γιατί πρέπει οι Άγγλοι φορολογούμενοι να επιδοτούν δωρεάν ιατρικές εξετάσεις για τους Σκωτσέζους και δίδακτρα στα πανεπιστήμια της Σκωτίας; Γιατί πρέπει οι Σκωτσέζοι βουλευτές στο Γουέστμινστερ να ψηφίζουν για θέματα που αφορούν την Αγγλία, ενώ οι Άγγλοι βουλευτές δεν μπορούν να κάνουν το ίδιο για την Σκωτία, κλπ, κλπ.

Αυτοί οι ελιγμοί έχουν ως στόχο να διαιρέσουν και να αποδυναμώσουν την εργατική τάξη και το εργατικό κίνημα σε εθνικές γραμμές. Οι ηγέτες του Εργατικού κόμματος διαμαρτυρήθηκαν, αλλά με το συνήθη δειλό τρόπο. «Χρειαζόμαστε περισσότερο χρόνο», βελάζουν σαν τρομαγμένα πρόβατα. «Δεν μπορούμε να το συζητήσουμε αυτό μεμονωμένα». Ως εναλλακτική λύση, προτείνουν διστακτικά τη σύγκληση μιας «Συντακτικής Συνέλευσης», αν και όταν πρόκειται να συγκληθεί, ποιος θα είναι να είναι σε αυτή και με τι όρους θα συγκληθεί δεν έχει ακόμη διευκρινιστεί.

Εμείς οι μαρξιστές κατηγορούμαστε καμιά φορά ότι αγνοούμε τις άμεσες διεκδικήσεις και περιοριζόμαστε στο να προβάλουμε το σοσιαλισμό σαν τη μόνη απάντηση. Ο σοσιαλισμός είναι η μόνη απάντηση. Αλλά οι μαρξιστές θα είναι πάντα στην πρωτοπορία του αγώνα για κάθε αίτημα που περιέχει ακόμα και το παραμικρό προοδευτικό περιεχόμενο. Αυτό συμπεριλαμβάνει και τα δημοκρατικά αιτήματα. Γι 'αυτό και πρέπει να αγωνιστούμε για το δικαίωμα του σκωτσέζικου λαού να έχει το μέγιστο έλεγχο, για την μέγιστη αποκέντρωση χωρίς καθυστέρηση.

Υποστηρίζουμε, επίσης, τα ίδια δημοκρατικά δικαιώματα για τον λαό της Ουαλίας, της Βόρειας Ιρλανδίας και κάθε αγγλική περιοχή που θέλει κάτι τέτοιο. Και ναι, αν ο λαός της Σκωτίας έχει δωρεάν συνταγογράφηση και οι σκωτσέζοι φοιτητές δεν πληρώνουν δίδακτρα αυτό πρέπει να συμβαίνει και στην υπόλοιπη Βρετανία. Και πριν φτάσουμε να συζητήσουμε αν είναι δημοκρατικό Σκωτσέζοι και Ουαλοί βουλευτές να ψηφίσουν στο Γουέστμινστερ, δεν θα έπρεπε πρώτα να αναρωτηθούμε αν είναι δημοκρατικό η Άνω Βουλή, η Βουλή των Λόρδων, να είναι γεμάτη από μη εκλεγμένους αριστοκράτες και συνταξιούχους βουλευτές;

Τελευταίο, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό: δεν είναι ώρα να καταργήσουμε τη μοναρχία, αυτό το αντιδημοκρατικό λείψανο της φεουδαρχίας;

Πώς θα πληρώσουμε για όλες αυτές τις μεταρρυθμίσεις; Η κατάργηση της Βουλής των Λόρδων και της μοναρχίας θα εξοικονομήσει πολλά εκατομμύρια, τα οποία θα ήταν καλύτερο να δαπανηθούν για τους ηλικιωμένους, τους αρρώστους και τους φτωχούς.

Αλλά η πραγματική απάντηση βρίσκεται στην απαλλοτρίωση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων που απομυζούν το αίμα του λαού της Βρετανίας: των Σκωτσέζων, Ουαλών, Άγγλων και Ιρλανδών. Η προϋπόθεση για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι η ένωση των εργατών της Βρετανίας στον αγώνα ενάντια στον κοινό εχθρό, το κεφάλαιο.

Όποιος ξεφεύγει έστω και ένα χιλιοστό από την ταξική προσέγγιση αναπόφευκτα θα καταλήξει στο βάλτο της συνθηκολόγησης με τον αστικό εθνικισμό. Είναι απαραίτητο να προχωρήσουμε από τις βασικές αρχές. Τα δύο μεγαλύτερα εμπόδια στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και ως εκ τούτου, τα δύο μεγαλύτερα εμπόδια στην πρόοδο του ανθρώπου στο σύγχρονο κόσμο είναι η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και το έθνος - κράτος. Υποστηρίζουμε όχι την δημιουργία νέων εθνικών συνόρων, αλλά την κατάργηση όλων των εθνικών συνόρων. Για μια Σοσιαλιστική Ομοσπονδία της Αγγλίας, της Σκωτίας, της Ιρλανδίας και της Ουαλίας σαν το πρώτο βήμα για τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης και την Παγκόσμια Σοσιαλιστική Ομοσπονδία.

Άλαν Γουντς - Λονδίνο, 20 Σεπτέμβρη 2014

Translation